Της Κατερίνας Οικονομάκου
Στις 17 του περασμένου μήνα, στις 7.30 μ.μ. ακριβώς, οι κάτοικοι της Βενεζουέλας έχασαν την πρόσβαση σις υπηρεσίες της Google, αδυνατούσαν να μπουν στο YouΤube, ενώ όλοι οι μπράουζερ παρουσίαζαν πρόβλημα. Αυτό που είχε συμβεί, αλλά θα περνούσε λίγη ώρα μέχρι να το συνειδητοποιήσουν, ήταν ότι ο κρατικός πάροχος ABA CANTV τους είχε αποκλείσει την πρόσβαση στο διαδίκτυο. Το ψηφιακό μπλακ άουτ διήρκεσε λίγες ώρες. Μέσα σε εκείνο το χρονικό διάστημα, ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Χουάν Γκουαϊδό έδινε συνέντευξη Τύπου στα διεθνή μέσα. Την είχε προγραμματίσει ώστε να απαντήσει στους ισχυρισμούς του προέδρου της χώρας Νικολάς Μαδούρο, ο οποίος κατηγορούσε τους πολιτικούς αντιπάλους του ότι είχαν πληρώσει επαγγελματίες εκτελεστές για να τον δολοφονήσουν. Θα μπορούσε το γεγονός ότι η συνέντευξη συνέπεσε με την ξαφνική αδυναμία πρόσβασης στο διαδίκτυο να είναι απλώς μια σύμπτωση;
Οχι, αυτό αποκλείεται, σύμφωνα με την ανεξάρτητη διεθνή ΜΚΟ Netblocks, που παρακολουθεί, καταγράφει και αναλύει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια κυβέρνηση, οπουδήποτε στον κόσμο, δίνει εντολή στους παρόχους να διακόψουν εντελώς ή μερικώς την πρόσβαση των πολιτών στο διαδίκτυο. Στη Βενεζουέλα, για παράδειγμα, η οργάνωση έχει παρατηρήσει ότι εδώ και αρκετούς μήνες κάθε φορά που πρόκειται να κάνει μια δημόσια εμφάνιση ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, η πρόσβαση στο διαδίκτυο εμποδίζεται. Το ίδιο και όταν συνεδριάζει η Εθνοσυνέλευση για κάποιο θέμα που αφορά την αντιπολίτευση. Στις 19 Ιουνίου η συζήτηση, που θα μετέδιδε ζωντανά η τηλεόραση, αφορούσε τη μοίρα ενός γνωστού πολιτικού κρατουμένου. Εκείνες ακριβώς τις ώρες, εκτός από τον κρατικό πάροχο, πήρε εντολή να αποκλείσει την πρόσβαση στο διαδίκτυο και η ιδιωτική εταιρεία Supercable. Το ίδιο συνέβη όταν ο Χουάν Γκουαϊδό έδωσε συνέντευξη Τύπου με θέμα την ασφάλεια των τροφίμων στη χώρα.
Ένα βήμα... πιο πέρα
Η Βενεζουέλα είναι μία μόνο ανάμεσα σε όλο και περισσότερες χώρες όπου ένα αυταρχικό καθεστώς πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα ακόμη κι από τη λογοκρισία, αποκλείοντας την πρόσβαση των πολιτών στο διαδίκτυο. Μέσα στο 2019, η οργάνωση Netblocks παρατήρησε ότι αυτού του τύπου οι παρεμβάσεις παρουσιάζουν σημαντική αύξηση. «Η αύξηση αυτή αφορά τόσο τις περιπτώσεις όπου αποκλείεται εντελώς η πρόσβαση στο διαδίκτυο, όσο και εκείνες όπου εμποδίζεται η πρόσβαση στα σόσιαλ μίντια και τις εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων», δήλωνε προ ημερών σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα «Suddeutsche Zeitung» ο επικεφαλής της Netblocks, Αλπ Τοκέρ.
Τι ακριβώς επιδιώκουν να πετύχουν οι κυβερνήσεις μ'' αυτόν τον τρόπο; Όπως διαπιστώνει ο Τοκέρ από την ανάλυση των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, ο στόχος τους συνήθως είναι να εμποδίσουν την οργάνωση κάποιας κινητοποίησης. Το σχετικά πρόσφατο προηγούμενο της Αραβικής Άνοιξης ήταν η πρώτη φορά που η παγκόσμια κοινότητα διαπίστωσε πόσο ισχυρό εργαλείο μπορούν να γίνουν τα κοινωνικά μέσα. Αλλά όσο χρήσιμα μπορούν να είναι για τους πολίτες, άλλο τόσο χρήσιμα είναι και για τους εκπροσώπους της εξουσίας. Ή, μάλλον, ακόμη πιο χρήσιμα. Κι εδώ είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα του καθεστώτος Ερντογάν, που αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 τα αξιοποίησε για να εκφοβίσει και να παρακολουθήσει τους αντιφρονούντες. Αυτή η τακτική εφαρμόζεται συστηματικά και σε βάθος χρόνου.
Αλλά δεν καταφέρνει αυτό που καταφέρνει το μπλοκάρισμα του διαδικτύου: Δηλαδή, ένα μερικό ή ολοκληρωτικό μπλακ άουτ της ενημέρωσης. Αυτό επιδίωξε και ώς έναν βαθμό πέτυχε ο δικτάτορας του Σουδάν, Ομάρ αλ Μπασίρ, προτού ανατραπεί μέσα σε μια νύχτα τον περασμένο Απρίλιο. Οι διαμαρτυρίες που εξελίχθηκαν σε ταραχές, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν στην απομάκρυνσή του από τον στρατό, είχαν ξεκινήσει τον Δεκέμβριο του 2018. Τότε, το πρώτο πράγμα που είχε κάνει ο Μπασίρ ήταν να αποκλείσει την πρόσβαση των πολιτών στα σόσιαλ μίντια. Αυτό συνεχίστηκε επί ολόκληρες εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων οι διαδηλωτές γίνονταν στόχοι δολοφονικών επιθέσεων. Οπως παρατηρεί ο Τοκέρ, χωρίς τη βοήθεια του διαδικτύου, που δίνει δίοδο στην ενημέρωση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να παρακολουθήσει και να αντιληφθεί η διεθνής κοινότητα το μέγεθος των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η μέθοδος που ακολουθεί το καθεστώς Μαδούρο, λέει ο επικεφαλής της οργάνωσης Netblocks, θυμίζει τον τρόπο που λειτουργούσαν οι αυταρχικές κυβερνήσεις και πριν από την έλευση του διαδικτύου: Ξαφνικά, κατέβαζαν τους διακόπτες της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Συμπτωματικά, το μπλακ άουτ συνέπιπτε με κάποια προγραμματισμένη εμφάνιση των πολιτικών αντιπάλων τους. Σήμερα, ακολουθώντας αυτή την παράδοση, υπάρχουν κυβερνήσεις που κατεβάζουν τους διακόπτες του διαδικτύου κάθε φορά που θέλουν να κρατήσουν την πλειονότητα του πληθυσμού στο απόλυτο σκοτάδι σχετικά με τα γεγονότα. Για παράδειγμα, πρόσφατα η Ζιμπάμπουε βρέθηκε εκτός διαδικτύου μόλις ξέσπασαν οι διαμαρτυρίες για την υψηλή τιμή της βενζίνης.
Στην Ινδονησία, μετά τις κινητοποιήσεις που διαδέχτηκαν μια αμφιλεγόμενη εκλογική αναμέτρηση, η κυβέρνηση ακολούθησε μια διαφοροποιημένη, άλλα εξίσου ανησυχητική, στρατηγική: Οι πολίτες μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα σόσιαλ μίντια, αλλά τους ήταν αδύνατο να ανεβάσουν βίντεο και φωτογραφίες. Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσουν να κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα ντοκουμέντα από παλαιότερες κινητοποιήσεις, καθιστώντας έτσι αδύνατο στα μέσα ενημέρωσης να διασταυρώσουν τις εικόνες και να μεταδώσουν με ακρίβεια και αξιοπιστία τα γεγονότα. Ο στόχος ήταν ακριβώς αυτός: Η σύγχυση της ενημέρωσης και η απαξίωση των δημοσιογράφων της διεθνούς κοινότητας.
Στη Μιανμάρ, με εντολή της κυβέρνησης της νομπελίστριας Αούγκ Σαν Σου Κι, ένα εκατομμύριο άνθρωποι είναι από τα μέσα Ιουνίου αποκλεισμένοι από τη χρήση του διαδικτύου. Συμπτωματικά, αυτοί οι άνθρωποι κατοικούν στην περιοχή όπου μαίνονται οι συγκρούσεις ανάμεσα στους μουσουλμάνους αντάρτες και τον στρατό, εκεί από όπου έχουν έως σήμερα εκτοπιστεί 750.000 μουσουλμάνοι Ροχίγκια.
Στην Αλγερία η οργάνωση Netblocks παρατήρησε ότι η κυβέρνηση διάκοπτε την πρόσβαση στο διαδίκτυο κάθε φορά που ξεκινούσε μια εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά του Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα. Και στο Καζακστάν, όλοι οι πάροχοι έκοψαν την πρόσβαση στις υπηρεσίες live streaming, την ημέρα που στη χώρα διεξάγονταν προεδρικές εκλογές. Χρονικά συνέπεσε με τις ώρες κατά τις οποίες, όπως μετά έγινε γνωστό, βρίσκονταν σε εξέλιξη προσαγωγές δημοσιογράφων και ακτιβιστών. Και η πρόσβαση στα σόσιαλ μίντια ήταν αδύνατη επί δύο εικοσιτετράωρα μετά την ολοκλήρωση των εκλογών.
Ενώ το σκεπτικό και οι στοχεύσεις των αυταρχικών καθεστώτων μένουν απαράλλακτα στο πέρασμα των δεκαετιών, σήμερα δεν είναι τόσο εύκολο όσο άλλοτε να κρατήσουν τους πολίτες στο σκοτάδι. Ολες οι κυβερνήσεις ανεξαιρέτως είναι αναγκασμένες να ζητούν από όλους τους παρόχους να συμμορφωθούν με τις εντολές τους. Δεν είναι απαραίτητο ότι πάντα το πετυχαίνουν. Κι έπειτα, θα υπάρχει πάντα μια μερίδα του πληθυσμού, έστω μικρή, που κάνει χρήση των υπηρεσιών VPN ώστε να καταφέρνει να παρακάμπτει τα εμπόδια που βάζει η κυβέρνηση. Και οι υπόλοιποι; Εκτός από την ελευθερία και τη δημοκρατία, πλήττεται και η οικονομία, όπως παρατηρεί ο Αλπ Τοκέρ. «Και συγκεκριμένα, όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες και οι μικροεπιχειρηματίες», λέει.
Όσο για τους ίδιους τους φορείς της εξουσίας; Οπως έχει επανειλημμένα διαπιστώσει η οργάνωση Netblocks, οι ίδιοι και οι οικογένειές τους απολαμβάνουν απρόσκοπτη, αδιάλειπτη πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες του διαδικτύου. Πάντως, αν υπάρχει μια ακόμη τάση που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ανησυχητική, είναι η διαφαινόμενη αδιαφορία με την οποία η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει το μπλοκάρισμα του διαδικτύου σε διάφορες χώρες του κόσμου. Η επιβεβλημένη σιωπή, η προσωρινή εξαφάνιση από το ψηφιακό σύμπαν ολόκληρων κοινοτήτων, περνάει απαρατήρητη. Ο,τι δεν παράγει θόρυβο, αναπόφευκτα, δεν παράγει αντιδράσεις. Κι αυτή η απλή αλήθεια εξηγεί με τη σειρά της την ένταση του φαινομένου τους τελευταίους μήνες.