Η απόφαση του Λευκού Οίκου να απαλλάξει από τις κυρώσεις τη ρωσογερμανική εταιρεία που κατασκευάζει τον αγωγό αερίου Nord Stream 2 από ρωσικά κοιτάσματα στην ευρωπαϊκή αγορά, ήταν μία έκπληξη για πολλούς, καθώς ο Μπάιντεν είχε ταχθεί εναντίον του αγωγού, τόσο προεκλογικά όσο και στην αρχή της θητείας του.
Η ανακοίνωση της απόφασης επέφερε κατ' αρχάς ένταση μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς συγκέντρωσε τα πυρά τόσο των ρεπουμπλικάνων, όσο και γερουσιαστών από το δικό του στρατόπεδο, με το σκεπτικό ότι μεταβάλει τη στρατηγική του απέναντι στη Ρωσία
Αλλά και διεθνώς, οι τελευταίες εβδομάδες δημιούργησαν αμφιβολίες σε συμμάχους του, που έχουν ρισκάρει αρκετά στη συνέχιση της σκληρής γραμμής απέναντι στη Μόσχα.
Η Ουκρανία για παράδειγμα είναι αμφίβολο εάν θα προέβαινε σε τόσο συγκρουσιακές κινήσεις απέναντι στη Ρωσία, όπως στο Ντονμπάς αλλά και στην πίεση απέναντι στους ολιγάρχες που είναι κοντά στη Μόσχα στο εσωτερικό της, αν δεν είχε κάποια μορφής εγγύηση από την Ουάσιγκτον.
Η σημερινή αναφορά της παρέμβασης Μπάιντεν στην Ουκρανία στόχευε στο να καθησυχάσει και τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι πως δεν υπάρχει μεταβολή της στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ταυτόχρονα και η Τουρκία παρακολουθεί προσεκτικά τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών. Μόνο τυχαία δεν είναι η νέα πρόταση της Άγκυρας για μία συμβιβαστική πρόταση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη διατήρηση των ρωσικών πυραύλων στην Τουρκία, δίχως όμως την παραμονή Ρώσων ειδικών στις εγκαταστάσεις.
Αν και υπάρχει διακομματική συναίνεση για το θέμα των πυραύλων S-400 στο πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών, μία διαφορετική προσέγγιση του Μπάιντεν θα είχε τη δική της σημασία.
Σίγουρα όμως ένα βασικό στοιχείο της παρέμβασης του Τζο Μπάιντεν αποτελεί η διατήρηση των αμερικανικών αιτιάσεων απέναντι στη Ρωσία. Ο Μπάιντεν τονίζει τη δέσμευση του στο θέμα του Αλεξέι Ναβάλνι, καθώς οι επιθέσεις του Κρεμλίνου σε αντικαθεστωτικούς αποτελούν βασικό θέμα για την Ευρώπη, ενώ συντηρεί την πίεση για τις διαδικτυακές επιθέσεις για την οποίες κατηγορείται η Μόσχα.
Παράλληλα, διακηρύσσει τις προθέσεις του, τόσο προς τη Ρωσία όπως και την Κίνα, συνδέοντας την εξωτερική πολιτική του με ένα ζήτημα εσωτερικής πολιτικής, όπως παρατηρεί σωστά ο Guardian. Αυτό βέβαια είναι η κατασκευή υποδομών.
Όπως ο Μπάιντεν θεωρεί κομβικές τις επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τον ίδιο τρόπο θέτει ως στόχο την αντιμετώπιση ενός βασικού πυλώνα της πολιτικής της Μόσχας, αλλά και του Πεκίνου στο εξωτερικό, τη χρηματοδότησή κατασκευής υποδομών σε όλο τον κόσμο.
Εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν πράξη τις διεθνείς επενδύσεις σε ψηφιακές υποδομές και στον τομέα της υγείας, θα έρθουν σίγουρα αντιμέτωπες με τη Μόσχα αλλά και με το Πεκίνο.
Ο Μπάιντεν θέλει να δείξει πως στις πολλές μάχες που βρίσκονται μπροστά, θέλει να έχει σταθερούς συμμάχους στην Ευρώπη.
Αποδεικνύοντας πως τολμάει να παίρνει δύσκολες αποφάσεις, όπως στο ζήτημα του αγωγού Nord Stream 2, αλλά και με τις δεσμεύσεις των G7 για τον ενιαίο εταιρικό φόρο και την αναθέρμανση της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, περιμένει και από εκείνους την αντίστοιχη στήριξη τώρα, που οι Ηνωμένες Πολιτείες επιστρέφουν στη διεθνή κοινότητα.
Με τον διαρκή τονισμό των στενών δεσμών με τις δημοκρατίες, ο Μπάιντεν επιχειρεί να επουλώσει το πλήγμα που επέφερε η προεδρία Τραμπ στις δυο ακτές του Ατλαντικού.