Η αναγνώριση των αποσχισμένων περιοχών στην Ανατολική Ουκρανία από τη Ρωσία αποτελεί την πρώτη πράξη στο νέο επίπεδο αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Μόσχα και το Κίεβο. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει, αφορά στο περιεχόμενο της αναγνώρισης. Με άλλα λόγια, δεν είναι σαφές, αν η Μόσχα αναγνώρισε το de facto καθεστώς στις δύο περιοχές με βάση τη σημερινή γραμμή επαφής, ή αν η πράξη αναγνώρισης περιλαμβάνει και εδάφη που βρίσκονται πέρα από την υφιστάμενη οριογραμμή και καλύπτουν τα διοικητικά όρια των περιοχών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ που είχαν καταλάβει, αλλά δεν κατέχουν πλέον, οι αυτονομιστές.
Στην πρώτη περίπτωση, δεν υπάρχει αλλαγή σε σχέση με την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί με τη Συμφωνία Μίνσκ ΙΙ, ενώ στη δεύτερη, θα τεθεί το ζήτημα της ανατροπής του εδαφικού καθεστώτος με την εισβολή ρωσικών στρατευμάτων. Επομένως, και η επιβολή οικονομικών και εμπορικών κυρώσεων από τη Δύση μάλλον θα κλιμακωθεί ανάλογα με την προώθηση των ρωσικών στρατευμάτων.
Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα, είναι ο χαρακτηρισμός της παρουσίας των ρωσικών στρατευμάτων στις αποσχισμένες περιοχές. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ξεκάθαρη παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, είναι σημαντικό η Δύση, και ειδικά η Ουάσιγκτον, να κρατήσει ισορροπία στις δηλώσεις καταδίκης, ώστε να διατηρηθεί η δυνατότητα αποκλιμάκωσης, όταν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές αποφασίσουν ότι θα έχει φθάσει η στιγμή για μια διπλωματική συμφωνία.
Στην άλλη πλευρά, η Μόσχα διαθέτει το επιχειρησιακό πλεονέκτημα και φυσικά τη δυνατότητα να δικαιολογήσει τη στρατιωτική παρουσία της στην περιοχή, επικαλούμενη δοκιμασμένες νομιμοποιητικές συνταγές, όπως η ανθρωπιστική επέμβαση, η ευθύνη προστασίας και η πρόσκληση των τοπικών αρχών για επέμβαση.
Επιπλέον, η Μόσχα χρησιμοποιεί παγίως τον χαρακτηρισμό «ειρηνευτικές δυνάμεις» προκειμένου να νομιμοποιήσει την παρουσία των στρατιωτικών της δυνάμεων σε περιοχές που κάποτε αποτελούσαν σοβιετική επικράτεια. Πρόκειται για μια πολιτική που η Μόσχα εφαρμόζει συστηματικά και με συνέπεια ήδη από το 1995, και συγκεκριμένα στην περίπτωση της Υπερδνειστερίας.
Συνεπώς, είναι ένα μοτίβο άσκησης εξαναγκαστικής διπλωματίας που χαρακτηρίζει τη ρωσική εξωτερική πολιτική, ακόμη και σε εκείνη την πρώιμη περίοδο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν το μοντέλο της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατικής διακυβέρνησης έφερνε τις ΗΠΑ και την ΕΕ στην Ανατολική Ευρώπη και την εξώθυρα της Μόσχας.
Επί του παρόντος, το πιο ακραίο αλλά όχι απίθανο σενάριο στην ουκρανική κρίση, είναι η ενσωμάτωση των αποσχισμένων περιοχών ανατολικά της γραμμής επαφής στη ρωσική επικράτεια. Ουσιαστικά, πρόκειται για την εφαρμογή της «φόρμουλας της Κριμαίας». Η Μόσχα δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει τους πληθυσμούς της περιοχής στη διαχείριση του Κιέβου, άλλωστε αυτό το έχει κάνει ήδη με τη συμφωνία Μίνσκ ΙΙ. Αντίθετα, θέλει να εγγυηθεί την ασφάλειά τους και να τους αντιμετωπίσει ως ισότιμους Ρώσους πολίτες, αφού έχει ήδη φροντίσει να ασκήσει την επίσης δοκιμασμένη πολιτική της «διαβατηριοποίησης», δηλαδή την παροχή ρωσικών διαβατηρίων στον τοπικό πληθυσμό.
Με την ενσωμάτωση αυτών των περιοχών στην επικράτειά της, η Ρωσία θα ενισχύσει το προφίλ της ως χώρα που προστατεύει τα συμφέροντά της με γνώμονα την ανθρώπινη ασφάλεια, θα αναδείξει την επιχειρησιακή αδυναμία των ΗΠΑ να εγγυηθούν την ασφάλεια των χωρών που βρίσκονται κοντά στα ρωσικά σύνορα, θα προκαλέσει ανασφάλεια στους νατοϊκούς συμμάχους που κάποτε ανήκαν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, και τέλος θα προκαλέσει πολιτική εσωστρέφεια και πιθανόν κυβερνητική κρίση στην Ουκρανία, αφού μετά την τρέχουσα κρίση θα ακολουθήσει μια συμφωνία τύπου Μίνσκ ΙΙΙ.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας συμφωνίας, η Μόσχα θα επιδιώξει να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα που θα έχει προκαλέσει, και θα επιζητήσει την επιβολή όρων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη δορυφοροποίηση του Κιέβου. Τέτοιοι όροι θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη δημιουργία ουδέτερων και αποστρατιωτικοποιημένων ζωνών στο ουκρανικό έδαφος κοντά στις αποσχισμένες περιοχές, ζώνες απαγόρευσης πτήσεων, ποσόστωση για την εκπροσώπηση των ρωσόφιλων πληθυσμών στις αυτοδιοικητικές και γενικές εκλογές, συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που θα προσφέρουν εγγυήσεις στους πληθυσμούς που την ενδιαφέρουν κ.ο.κ.
Όπως γίνεται κατανοητό, οι παραπάνω υποθέσεις εργασίας οδηγούν μάλλον στη σταδιακή φινλανδοποίηση της Ουκρανίας. Παράλληλα, επιβεβαιώνουν ότι ένας Νέος Ψυχρός Πόλεμος έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια στην Ευρώπη με πρωτοβουλία της Μόσχας. Η Ουκρανία είναι κομμάτι της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας και από το 2014 υπόκειται τις συνέπειες της προσπάθειας αναθεώρησής της από τη Ρωσία. Επομένως, η ουκρανική κρίση δεν είναι μόνο ένα ζήτημα κατάφωρης παραβίασης της κυριαρχίας ενός κράτους, αλλά ένα ακόμη επεισόδιο στη διαμόρφωση ενός αναθεωρημένου γεωπολιτικού τοπίου στη διελκυστίνδα ΗΠΑ - Ρωσίας με φόντο την Ευρώπη.
*O Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ