Του Γιάννη Μαντζίκου
Πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, στη Νότια Αφρική, ο πρώην πρόεδρος της χώρας, ο Τζέικομπ Ζούμα, βρίσκεται ενώπιον μιας ειδικής επιτροπής η οποία ερευνά καταγγελίες διαφθοράς. Ο Ζούμα, ο οποίος παραιτήθηκε πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, αρνείται κάθε κατηγορία, λέγοντας πως έπεσε «θύμα κατασκόπων από το κόμμα του, το Αφρικανικό Κογκρέσο». Ουσιαστικά όμως ήταν θύμα και θύτης του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού της μεγαλύτερης οικονομίας της αφρικανικής ηπείρου.
Σε μεγάλο βαθμό, οι κατηγορίες διαφθοράς προέρχονται από την κακοδιαχείριση που έγινε στη «νοτιοαφρικανική» ΔΕΗ. Η Eskom, μεγαλύτερος μέτοχος της οποίας είναι το κράτος της Νότιας Αφρικής, έχει χρέος που ανέρχεται στα 35 δισ. δολάρια, ενώ, σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ίδια η εταιρεία τον περασμένο Νοέμβριο, το 90% των εσόδων της πηγαίνουν σε εξυπηρέτηση τόκων καθιστώντας αδύνατες τις επενδύσεις. Στο όλο σκάνδαλο της Eskom, όπως και σε αρκετά αλλά, κεντρική θέση έχουν οι Γκούπτα, τρεις Ινδοί αδελφοί, οι οποίοι για πολλά χρόνια ήταν ευνοούμενοι του προέδρου Ζούμα. Η συνέργεια Ζούμα - Γκούπτα είχε κυρίως σοβαρές επιπτώσεις για την οικονομία της Νότιας Αφρικής, η οποία, αν και μέλος των 20 πιο ισχυρών κρατών του πλανήτη G20, έχει ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο ανεργίας, με σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού να βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας (η ανεργία το τρίτο τρίμηνο του 2017 έφθασε στο 27,7%, το χειρότερο επίπεδο εδώ και 14 χρόνια).
Τα τρία αδέλφια Eτζέι, Ατούλ και Ρατζές (γνωστός ως Τόνι) Γκούπτα μεγάλωσαν σε ένα διαμέρισμα 40 τετραγωνικών στο Ούταρ Πραντές της Βορειοανατολικής Ινδίας. Ο πατέρας τους ενθάρρυνε τους γιους του να ταξιδέψουν και να γνωρίσουν τον κόσμο. Ετσι, ο Eτζέι βρέθηκε στη Ρωσία, ο Ρατζές στην Κίνα και ο μεσαίος Aτούλ στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου ξεκίνησε πουλώντας παπούτσια. Ηταν το σωτήριο έτος 1993, ο Νέλσον Μαντέλα είχε βγει από τη φυλακή πριν από τρία χρόνια και το κόμμα του, το ANC, εμφανιζόταν ως «η φωνή της συντριπτικής πλειοψηφίας» των Νοτιοαφρικανών, το κόμμα που θα ένωνε τον τραυματισμένο από το Απαρτχάιντ λαό. Στα μέσα της δεκαετίας το ''90, ο Ατούλ Γκούπτα δημιούργησε μια εταιρεία ΙΤ, προσπαθώντας παράλληλα να δικτυωθεί με την πολιτική ελίτ. Παράλληλα, η Sahara Computers μεγάλωνε μεν, αλλά όχι τόσο όσο θα ήθελαν οι φιλόδοξοι αδελφοί, οι οποίοι βρίσκονταν πια και οι τρεις στη Νότια Αφρική. «Κλειδί» λοιπόν για το μέλλον τους, αλλά και το μέλλον της χώρας αποδεικνύεται η εκλογή του Ζούμα στην προεδρία της χώρας το 2007, κόντρα στις προβλέψεις που ήθελαν τον Τάμπο Μπέκι.
Κρατικός καπιταλισμός
Η κρατική επιχείρηση ηλεκτρισμού, οι εταιρείες σιδηροδρομικών μεταφορών, ο εθνικός αερομεταφορέας και η κατασκευάστρια εταιρεία όπλων απολαμβάνουν σχεδόν μονοπωλιακό καθεστώς στη Νότια Αφρική, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζονται όλο και περισσότερο δημόσιο χρήμα, το οποίο στερούνται τομείς όπως η εκπαίδευση και η υγεία. Χαρακτηριστική περίπτωση η Transnet, η κρατική εταιρεία που ελέγχει τα λιμάνια, τα σιδηροδρομικά δίκτυα και τους αγωγούς φυσικού αερίου, η οποία τον Μάρτιο του 2014 προχώρησε στην -για τα δεδομένα της χώρας- «αγορά του αιώνα», αποκτώντας 1.000 βαγόνια τρένων για περίπου 6 δισ. δολάρια. Διοικητής της εταιρείας αναλαμβάνει ο Μπράιαν Μολέφε, άνθρωπος του Ζούμα και επιρροής φυσικά των Γκούπτα, ο οποίος αναθέτει την προμήθεια στην κινέζικη South Rail. Όμως τα βαγόνια ήταν εκτός προδιαγραφών, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει αντιδικία με τον κρατικό οργανισμό μεταφορών PRASA South African Transport Services που διεκδικεί πίσω τα χρήματα. Αντί όμως ο Μολέφε να απολυθεί, προωθείται στην Eskom, όπου εξωθεί την εταιρεία Glencore εκτός χώρας, ρίχνοντας υπέρογκα πρόστιμα με το πρόσχημα ότι ο λιγνίτης της ήταν «κακής ποιότητας». Η Glencore, λοιπόν, πουλάει τα ορυχεία της στην εταιρεία Tegenta των Γκούπτα, οι οποίοι μάλιστα δεν βάζουν χρήματα δεσμεύοντας μελλοντικές πληρωμές της Eskom για την προμήθεια λιγνίτη.
Μαύρα σύννεφα και το τέλος
Από καιρού εις καιρόν στη δημοσιότητα βγαίνουν διάφορα σκάνδαλα, όπως αυτό για την εξωσυζυγική σχέση του γιου του Ζούμα, Ντουντουζάνε, με ένα μοντέλο το οποίο άφησε έγκυο, με τους αδελφούς Γκούπτα να πληρώνουν ένα υπέρογκο ποσό για να «κουκουλώσουν» το περιστατικό.
Tο καλοκαίρι του 2017, όμως, δύο νοτιοαφρικανικές εφημερίδες αποφάσισαν να ερευνήσουν τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που διακινούνταν από σέρβερ των Γκούπτα. Οι αποκαλύψεις που προέκυψαν έγιναν γνωστές ως «Guptaleaks». Στο μεταξύ, ο υιός Ζούμα, ο Ντουντουζάνε, όχι μόνο είχε γίνει διευθυντής σε 11 εταιρείες των Γκούπτα, αλλά βρέθηκε ιδιοκτήτης διαμερίσματος που αγοράστηκε μέσω εταιρείας των αδελφών στο υψηλότερο κτίριο στον κόσμο, τον πύργο Burj Khalifa. Τα απόνερα του σκανδάλου έφτασαν μέχρι τις ΗΠΑ, όπου το FBI ερευνά τον ρόλο μιας εταιρείας ανιψιών των Γκούπτα στο ξέπλυμα χρημάτων μέσω Ντουμπάι, αλλά και τις βρετανικές ακτές, καθώς την τραπεζική επεξεργασία της συμφωνίας για τα βαγόνια είχε αναλάβει η βρετανική τράπεζα HSBC. Μπλεγμένες στο σκάνδαλο βρέθηκαν και διεθνείς ιδιωτικές εταιρείες, όπως η ελεγκτική εταιρεία KMPG (η οποία για παράδειγμα δικαιολόγησε το κόστος του γάμου της Βέγκα Γκούπτα ως έξοδα μετακίνησης), η εταιρεία συμβούλων McKinsey και ο γερμανικός κολοσσός βιομηχανικού λογισμικού SAP.
Οι Γκούπτα έπαιξαν το τελευταίο τους χαρτί το 2018 στις εκλογές του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, την ηγεσία του οποίου διεκδίκησε η πρώην σύζυγος και μητέρα τεσσάρων παιδιών του Zούμα έναντι του Σιρίλ Ραμαφόζα. Για κακή τύχη των Ινδών αδελφών αλλά και του ίδιου του Ζούμα, ο νικητής ήταν ο άλλοτε εκλεκτός του Νέλσον Μαντέλα για τη διαδοχή του...
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» στις 17.7.2019.
Φωτογραφία: AP