Τα συμβαίνοντα στην Ουκρανία δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσουν. Οι δηλώσεις που είχαν προηγηθεί προδίκαζαν τις εξελίξεις παρόλο που πολλοί αναλυτές θεωρούσαν, ότι ο Πούτιν μπλόφαρε και ότι ο στόχος του ήταν να διαπραγματευτεί σκληρά στο πλαίσιο των συμφωνιών του Μίνσκ. Άλλοι πάλι περίμεναν μια ευρύτερη – τη δεύτερη μετά το 2014- εισβολή από τα ρωσικά στρατεύματα που έχουν περικυκλώσει την Ουκρανία.
Την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των αποσχισθέντων από την Ουκρανία εδαφών στο Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ ακολούθησε η υπογραφή των Συμφωνιών Φιλίας και Συνεργασίας μαζί τους, η επικύρωσή της ανεξαρτησίας τους εκ μέρους της Δούμας (Κάτω Βουλής) και η έγκριση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου της αποστολής ρωσικών στρατευμάτων στο εξωτερικό. Φαίνεται δε ότι ρωσικά στρατεύματα έχουν αρχίσει ήδη να εισέρχονται στο Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ.
Το ερώτημα που τίθεται αναπόφευκτα είναι εάν οι εξελίξεις αυτές είναι το πρελούδιο, η πρώτη φάση μιας ευρύτερης εισβολής στην Ουκρανία ή ο Πούτιν θα αρκεστεί στην υποστήριξη και υπεράσπιση ακόμα και με στρατιωτικά μέσα των δύο αποσχισθεισών επαρχιών;
Εάν κάποιος θεωρήσει, ότι ο Πούτιν και ο στενός του κύκλος ενεργούν βάσει σχεδίου, βάσει των απαιτήσεων που έχει διατυπώσει κατά καιρούς και γενικότερα με ορθολογιστικά κριτήρια σχέσης κέρδους – ωφέλειας η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι, ότι η Ρωσία δεν έχει άλλη εναλλακτική λύση παρά αργά ή γρήγορα να προβεί σε μεγαλύτερη στρατιωτική πίεση επί του πεδίου για τους εξής λόγους:
Πρώτον, ο ίδιος δήλωσε ότι η αναγνώριση αφορά το σύνολο των διοικητικών ορίων των επαρχιών Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ και όχι μόνο του 1/3 του εδάφους τους που κατέχουν σήμερα οι ρωσόφωνοι αυτονομιστές. Έτσι είναι ανοικτός ο δρόμο για την κατάληψη του σημαντικού λιμανιού της Μαριούπολης στην Αζοφική θάλασσα που διοικητικά ανήκει στο Ντονέτσκ (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους Έλληνες ομογενείς που διαβιούν εκεί) και ακόμα παραπέρα ίσως μέχρι την Κριμαία. Στα μάτια της Μόσχας μια τέτοια κίνηση θα είναι απόλυτα νομιμοποιημένη.
Δεύτερον, ένα μεγάλο μέρος των επαρχιών Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ ούτως ή άλλως βρισκόταν κάτω από τον ρωσικό έλεγχο. Η ανεξαρτητοποίησή τους δεν προσφέρει κανένα στρατηγικό πλεονέκτημα στη Ρωσία. Το αντίθετο. To Κίεβο θα εξακολουθήσει να εξοπλίζεται και να στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τη Δύση, ενώ τα αντιρωσικά αισθήματα του ουκρανικού λαού θα γιγαντώνονται. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει σε λίγο καιρό να ενταχτεί η Ουκρανία ακόμα και στο ΝΑΤΟ, που αποτελεί γεωπολιτικό εφιάλτη για τη Μόσχα. Παράλληλα, η ρωσική οικονομία θα νιώθει όλο και περισσότερο, όσο περνά ο καιρός τις κυρώσεις, που θα επιβάλλουν άμεσα οι δυτικές χώρες.
Τρίτον, σύμφωνα με τα αιτήματα που εδώ και καιρό ο Πούτιν διατυπώνει και τα «επιχειρήματα» που έχει παρουσιάσει, η Ρωσία θα είναι ικανοποιημένη μόνο με τον πλήρη εκμηδενισμό του ουκρανικού κινδύνου και την αποκατάσταση της ρωσικής κυριαρχίας στην Ουκρανία, η ανεξαρτησία της οποίας ήταν ένα ιστορικό λάθος. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με στρατιωτικά μέσα και την εγκατάσταση μιας φιλικής προς τη Μόσχα ηγεσίας στο Κίεβο.
Ωστόσο, εάν ο Πούτιν ενεργεί σπασμωδικά, χωρίς σχέδιο, ευκαιριακά και πιθανώς καθοδηγούμενος από τις παρορμήσεις του, δεν αποκλείεται, όπως μας διδάσκει η ανάλυση εξωτερικής πολιτικής για τους απρόβλεπτους ηγέτες, να διακηρύξει ότι πέτυχε τους στόχους του, ότι νίκησε και να προβεί σε στροφή εκατό ογδόντα μοιρών, αρκούμενος στα «κέρδη» που κατά την άποψή του εξασφάλισε με την ανεξαρτοποίηση των Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ.
* Ο Χαράλαμπος Τσαρδανίδης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Αιγαίου και Δ/ντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων