Tου Γιώργου Παυλόπουλου
Αντιδρώντας στην πρόταση μομφής που κατέθεσε ο Ματέο Σαλβίνι σε βάρος της κυβέρνησης την οποία μέχρι προχθές στήριζε, αρκετοί ισχυρίστηκαν ότι προκάλεσε ξαφνική πολιτική κρίση στην χώρα του. Έχουν λάθος! Διότι η Ιταλία ουσιαστικά δεν εξήλθε ποτέ από την κρίση, ενώ όσοι παρακολουθούσαν στοιχειωδώς τις εξελίξεις σε αυτήν, ειχαν συμπεράνει προ πολλού ότι η πτώση της παρούσας κυβέρνησης ήταν απλώς θέμα χρόνου.
Επί της ουσίας, άλλωστε, ήταν «ερμαφρόδιτη»από την πρώτη στιγμή που συγκροτήθηκε, τον Ιούνιο του 2018. Οι δύο εταίροι, η ακροδεξιά εθνικιστική Λίγκα του Βορρά και το λαϊκιστικό και χωρίς συγκεκριμένο στίγμα Κίνημα Πέντε Αστέρων, ενώθηκαν πάνω στον καμβά του αντισυστημικού και ευρωσκεπτικιστικού προφίλ που είχαν οικοδομήσει, χωρίς ωστόσο να συμφωνούν στις βασικές κατευθύνσεις που θα έπρεπε να ακολουθήσει η χώρα τους.
Ήταν λοιπόν φανερό, από τότε κιόλας, ότι το σχήμα του οποίου επελέγη να ηγηθεί ο άσημος και άπειρος πολιτικά Τζουζέπε Κόντε είχε ημερομηνία λήξης. Η Ιταλία, εξάλλου, δεν είναι Γερμανία, ούτε καν Γαλλία. Δεν μπορεί να κυβερνηθεί με τον «αυτόματο πιλότο» για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να προκύψουν τεράστια προβλήματα, παρακάμπτοντας διαρκώς τις σοβαρές διαφωνίες ανάμεσα στα κόμματα που συγκυβερνούν.
Τα προβλήματά της δε, σε όλα τα επίπεδα, είναι τόσο σοβαρά ώστε δεν έχει την πολυτέλεια να αναβάλει τις σημαντικές αποφάσεις. Είτε αυτές κινούνται προς τη μία κατεύθυνση είτε προς την άλλη, το σίγουρο είναι ότι πρέπει να ληφθούν και να επιχειρηθεί άμεσα να εφαρμοστούν στην πράξη και μάλιστα με τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος. |
«Κατάπιε» τον ντι Μάγιο
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Σαλβίνι αποδείχθηκε ικανότατος παίκτης στο πολιτικό πόκερ που παίχτηκε στη διάρκεια του προηγούμενου ενός και κάτι χρόνου. Για την ακρίβεια, κατάφερε να… καταπιεί τον άχρωμο και άοσμο εταίρο του, Λουίτζι ντι Μάγιο, αντιστρέφοντας πλήρως τους συσχετισμούς ανάμεσά τους.
Χειριζόμενος με μαεστρία τους Ιταλούς, «πουλώντας» τους ακριβώς ό,τι ήθελαν να ακούσουν σε σχέση με την ΕΕ και το παραδοσιακό πολιτικό-κομματικό κατεστημένο, αλλά και εκμεταλλευόμενος απόλυτα τη συντηρητική στροφή της κοινωνίας όσον αφορά στο προσφυγικό, ο ηγέτης της Λίγκας έχει φτάσει πλέον να διεκδικεί με αξιώσεις την αυτοδυναμία, καθώς οι δημοσκοπήσεις του δίνουν ποσοστά που αγγίζουν το 40% και δεν αποκλείεται να το ξεπεράσουν μετά την τελευταία ανατροπή.
Ας μην ξεχνάμε, μάλιστα, ότι στην προσπάθειά του να σχηματίσει κυβέρνηση έχει πάντα για «καβάντζα» τόσο την Φόρτσα Ιτάλια του «αγέραστου» Σίλβιο Μπερλουσκόνι όσο και τους νοσταλγούς του Μουσολίνι, Αδέλφια της Ιταλίας, που ενισχύονται επίσης.
Ο φόβος της Ευρώπης
Και η Ευρώπη, άραγε, τι έχει να περιμένει και να φοβάται από μια τέτοια εξέλιξη, που μοιάζει πλέον πολύ πιθανή; Σίγουρα, η ανάδειξη μιας καθαρά ακροδεξιάς κυβέρνησης σε ένα από τα μεγαλύτερα κράτη και ιδρυτικό μέλος της ΕΕ δεν είναι καλό νέο. Ειδικά καθώς θα έρθει – εάν έρθει – σε μια περίοδο που θα κορυφώνεται και η αγωνία του Brexit, όπου επίσης τα πράγματα δείχνουν να έχουν πάρει ένα κακοτράχαχαλο και απρόβλεπτο δρόμο.
Σε μια στιγμή δε που και στη Γερμανία παρατηρούνται έντονοι κλυδωνισμοί, ενώ και στην Ισπανία δεν αποκλείεται επίσης να στηθούν ξανά κάλπες το φθινόπωρο, είναι φανερό ότι πέφτει μεγάλο βάρος στις πλάτες του Εμανουέλ Μακρόν και των Γάλλων. Μπορούν, άραγε, να το σηκώσουν και να βγάλουν την ΕΕ από το τέλμα;
Το σίγουρο είναι ότι το επόμενο διάστημα θα είναι ιδιαιτέρως πυκνό σε πολιτικές εξελίξεις. Αφήστε που εκκρεμεί μια διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος σε βάρος της Ιταλίας, η οποία δύσκολα θα αποτραπεί στην περίπτωση που ο Σαλβίνι σχηματίσει μόνος του νέα κυβέρνηση και καταθέσει τον προϋπολογισμό του 2020…