Η Γερουσία των ΗΠΑ πέρασε επί της αρχής ένα νομοσχέδιο που θέτει στο στόχαστρο κινεζικές εταιρείες με παρουσία στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης.
Η νομοθεσία την οποία προωθεί ο Γερουσιαστής της Λουιζιάνα Τζο Κένεντι αφορά τις ανησυχίες των Αμερικανών Γερουσιαστών για ορισμένες κινεζικές εταιρείες οι οποίες δεν τηρούν διαφανείς διαδικασίες και ενδεχομένως να παραπλανήσουν τους επενδυτές.
Το νομοσχέδιο που πέρασε επί της αρχής από τη Γερουσία δίνει την δυνατότητα στην Δημόσια Εταιρεία Διαφάνειας του Κογκρέσου, έναν μη κερδοσκοπικό φορέα που ιδρύθηκε μετα το σκάνδαλο της Enron να ελέγξει εξονυχιστικά λεπτομέρειες που αφορούν μια εταιρεία. Αν ο φορέας αυτός αρνηθεί τον έλεγχο επί των δραστηριοτήτων της για μια τριετία, τότε οι αρχές μπορούν να διατάξουν τη διαγραφή της από το χρηματιστήριο.
Ωστόσο για να γίνει νόμος το σχέδιο αυτό πρέπει πρώτα να περάσει από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη συνέχεια να υπογραφεί από τον πρόεδρο.
Σημειώνεται ότι η διοίκηση του χρηματιστηρίου Nasdaq ανακοίνωσε προ ημερών ότι τα κριτήρια εισδοχής θα γίνουν ακόμα πιο αυστηρά με στόχο κυρίως εταιρείες που προέρχονται από την Κίνα.
Σύμφωνα με τα έγγραφα που υπέβαλλε στις ρυθμιστικές αρχές η διοίκηση του Nasdaq που έχει έδρα την Νέα Υόρκη, τα κριτήρια για την αρχική δημόσια προσφορά (IPO) γίνονται πιο αυστηρά κυρίως σε ότι αφορά εταιρείες που προέρχονται από χώρες οι αρχές των οποίων δεν δίνουν «ευαίσθητες» πληροφορίες ή δεν είναι «συνεργάσιμες». Σύμφωνα με πληροφορίες μια εταιρεία θα πρέπει να συγκεντρώσει τουλάχιστον 25 εκατομμύρια δολάρια στην αρχική της εγγραφή.
Αν και δεν αναφέρεται η χώρα που στοχεύουν οι αρχές του Nasdaq ειναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι αυτή είναι η Κίνα, ιδιαίτερα μετά το σκάνδαλο Luckin Coffee. Η αξία της Luckin στο χρηματιστήριο σχεδόν τριπλασιάστηκε από το «ντεμπούτο» της στη Νέα Υόρκη, το 2019 καθώς θεωρήθηκε η εταιρεία που θα έπαιρνε την πρωτοκαθεδρία από την αμερικανική αλυσίδα καφέ Starbucks. Ωστόσο όλα αυτά ανατράπηκαν, όταν έγινε γνωστό ότι η κινεζική εταιρεία είχε παραποιήσει οικονομικά στοιχεία που αντιστοιχούν στο 40% των ετήσιων πωλήσεων της.