Τα τύμπανα του πολέμου ηχούν στα σύνορα της Ουκρανίας, με τον πρόεδρο Μπάιντεν να προειδοποιεί για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες τη Μόσχα ότι η Ρωσία θα πληρώσει βαρύ τίμημα αν εισβάλει στην Ουκρανία. Προειδοποιήσεις ότι θα υπάρξουν ταχύτατες και σοβαρές οικονομικές, πολιτικές και στρατηγικές συνέπειες απευθύνουν στη Μόσχα τόσο η Βρετανία, όσο επίσης και η Γερμανία, δια της υπ. Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, ζητώντας άμεσα βήματα αποκλιμάκωσης, διαφορετικά θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις.
Σε απάντηση, το Κρεμλίνο ανακοίνωσε μεγάλης ναυτικές ασκήσεις σε Ατλαντικό, Αρκτικό, Ειρηνικό και Μεσόγειο, όπου θα λάβουν μέρος περισσότερα από 140 πολεμικά πλοία και 10.000 στρατιώτες. Βασικός στόχος των ασκήσεων, η ενεργοποίηση, σύμφωνα με τη ρωσική πλευρά, πολύ ισχυρών δυνάμεων, και η αντιμετώπιση των «απειλών» που προέρχονται από «τις θάλασσες και τους ωκεανούς», όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του το ρωσικό υπουργείο Αμυνας. Ταυτόχρονα, η Μόσχα προγραμματίζει και κοινές ναυτικές ασκήσεις με το Ιράν και την Κίνα, σε χρόνο που δεν έχει ακόμη ορισθεί.
Στον απόηχο των χθεσινών του δηλώσεων, ο πρόεδρος Μπάιντεν απηύθυνε σήμερα νέα προειδοποίηση προς τη Ρωσία, ότι θα πληρώσει βαρύ τίμημα αν οι στρατιωτικές μονάδες της εισβάλλουν στην Ουκρανία, ενώ ο Βρετανός Υφυπουργός Άμυνας προέβλεψε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, εφόσον η Μόσχα επιτεθεί στην γειτονική της χώρα.
Επειτα από τις χθεσινές προειδοποιήσεις του πρόεδρου των ΗΠΑ προς τον πρόεδρο της Ρωσίας ότι «μία ευρείας κλίμακας εισβολή θα πυροδοτούσε μία μαζική απάντηση που θα κόστιζε ακριβά στη Ρωσία και στην οικονομία της», ο Τζο Μπάιντεν, όπως μεταδίδει το CNN, τόνισε σήμερα πως ήταν απολύτως σαφής προς τον Πούτιν, λέγοντας πως του διαμήνυσε ότι «εάν τυχόν συγκεντρωμένες ρωσικές μονάδες διασχίσουν τα σύνορα της Ουκρανίας, θα πρόκειται για εισβολή» και πως η Μόσχα θα «αντιμετωπιστεί με αυστηρή και συντονισμένη απάντηση στο πεδίο της οικονομίας»
«Συζητήσαμε λεπτομερώς με τους συμμάχους μας, καθώς και το είπαμε πολύ ξεκάθαρα για τον Πρόεδρο Πούτιν», σημείωσε ο Μπάιντεν και επανέλαβε ότι «εάν η Ρωσία αποφασίσει αν εισβάλει στην Ουκρανία θα πληρώσει βαρύ τίμημα».
Όπως αναφέρει το αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ τόνισε πως πιστεύει ότι ο Ρώσος ομόλογός του δεν θα ήθελε έναν «πόλεμο μεγάλης κλίμακας» και προειδοποίησε για «βαριές» απώλειες στο πεδίο της μάχης και πρωτοφανείς «σκληρές» κυρώσεις κατά της ρωσικής οικονομίας.
Ο Μπάιντεν σημείωσε πως η απάντηση των ΗΠΑ και της Δύσης θα εξαρτηθεί από το τι θα κάνει η Ρωσία. «Η Ρωσία θα λογοδοτήσει εάν εισβάλει και εξαρτάται από το τι θα κάνει. Είναι κάτι διαφορετικό εάν πρόκειται για μία μικρή εισβολή και καταλήξουμε σε μία διαμάχη για το τι να κάνουμε και τι να μην κάνουμε», δήλωσε.
Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι υπάρχουν διαφορές ως προς την αντιμετώπιση του θέματος από ορισμένους συμμάχους στο ΝΑΤΟ. «Υπάρχουν διαφορές στο ΝΑΤΟ ως προς το τι είναι διατεθειμένες να κάνουν οι χώρες, ανάλογα με το τι θα συμβεί», σημείωσε χαρακτηριστικά, ενώ υπογράμμισε πως η Ρωσία έχει έχει «μακρά ιστορία» στη χρήση μέτρων εκτός από την απροκάλυπτη στρατιωτική δράση για να πραγματοποιήσει επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένων παραστρατιωτικών τακτικών, των λεγόμενων επιθέσεων της «γκρίζας ζώνης», επιθέσεων από Ρώσους στρατιώτες που δεν είναι ένστολη και κυβερνοεπιθέσεις.
«Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε και σε αυτά αποφασιστικά», είπε ο Μπάιντεν.
Βρετανικές προειδοποιήσεις
Μια ρωσική εισβολή ίσως απέχει μόνο λίγες εβδομάδες και τόνισε ότι θα πρόκειται για την πρώτη σύγκρουση δύο τεχνολογικά προηγμένων στρατών εδώ και πολλές δεκαετίες ανέφερε ο Βρετανός Υφυπουργός Άμυνας Τζέιμς Χίπι, προειδοποιώντας ότι αν η Ρωσία προκαλέσει αυτό που χαρακτήρισε «εξαιρετικά ανόητη» σύρραξη στην Ουκρανία, θα προκληθούν δεκάδες χιλιάδες θάνατοι.
Μιλώντας στο Times Radio εξέφρασε την πεποίθηση ότι μια εισβολή της δε θα είναι αναίμακτη και ότι ο υπόλοιπος κόσμος «δε θα την αγνοήσει», ενώ οι Ουκρανοί είναι έτοιμοι να αγωνιστούν για να προστατεύσουν κάθε εκατοστό της χώρας τους.
Υπενθυμίζεται ότι η Βρετανία έχει στείλει στην Ουκρανία ένα ελαφρύ αντιαρματικό πυραυλικό σύστημα, καθώς και περίπου 100 στρατιωτικούς εκπαιδευτές.