Πληθαίνουν οι προειδοποιήσεις για τις σκυθρωπές προοπτικές των ευρωπαϊκών μετοχών τη νέα χρονιά. Οι strategists στη JP Morgan και τη Sanford Bernstein εκφράζουν και αυτοί ανησυχίες για τις επιπτώσεις της επιβράδυνσης της οικονομίας μετά την άνοδο των επιτοκίων.
Η γενικότερη άποψη που διαμορφώνεται είναι ότι οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών μετοχών μάλλον θα συνεχίσουν να υπολείπονται των αμερικανικών το 2024.
Η πρόβλεψη στη JP Morgan είναι ότι ο δείκτης MSCI EMU που καλύπτει περίπου 230 μετοχές στην ευρωζώνη θα κλείσει τη νέα χρονιά γύρω στις 256 μονάδες, δηλαδή 2% χαμηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα. Το μακροοικονομικό σκηνικό θα είναι δύσκολο το πρώτο εξάμηνο.
Οι ευρωπαϊκές μετοχές ανέκαμψαν φέτος μετά από απώλειες 13% το 2022 με τους επενδυτές να προεξοφλούν ότι τα επιτόκια κορυφώθηκαν. Ωστόσο, ο ευρωπαϊκός δείκτης αναφοράς STOXX 600 σημειώνει υποαπόδοση σε σύγκριση με τον S&P 500 στις ΗΠΑ που έχει ευνοηθεί ιδιαίτερα από τις «περίφημες 7» μετοχές τεχνολογίας.
Γενικότερα, οι strategists των επενδυτικών οίκων είναι περισσότερο αισιόδοξοι για την πορεία των αμερικανικών μετοχών την επόμενη χρονιά. Στην BofA και την RBC Capital Markets προβλέπουν νέο ιστορικό υψηλό για τον S&P500.
Αντίθετα, η BofA βλέπει πτώση 15% στον STOXX 600 μέχρι τα μέσα του 2024 και η Barclays «πορεία με αναταράξεις εν μέσω ισχνής ανάπτυξης και γεωπολιτικής αβεβαιότητας».
Η πρόβλεψη του strategist της JPMorgan, Mislav Matejka, ότι το φετινό ράλι των ευρωπαϊκών μετοχών θα κορυφωνόταν στο πρώτο τρίμηνο αποδείχτηκε λανθασμένη. Όμως, ο δείκτης ΜSCI EMU βρίσκεται σήμερα μόλις 2% πάνω από τον στόχο του για το τέλος του 2023.
«Πιστεύουμε ότι το προφίλ ρίσκου-απόδοσης για τις μετοχές θα αρχίσει να βελτιώνεται αφού η Fed θα έχει προχωρήσει με μειώσεις επιτοκίων, ιδιαίτερα αν αυτό συμβεί χωρίς επιδείνωση στην κατανάλωση και στην απασχόληση. Μέχρι τότε η πιθανότητα ενός ατυχήματος ή μιας πιο σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομίας θα είναι αυξημένη», σύμφωνα με έκθεση της JP Morgan.
Στον επενδυτικό οίκο Sanford Bernstein βλέπουν αδύναμους ρυθμούς αύξησης των κερδών καθώς η οικονομία απορροφά τις αυξήσεις των επιτοκίων που έλαβαν χώρα νωρίτερα φέτος. Όπως αναφέρουν οι strategists του οίκου, «παίρνει χρόνο για να εκδηλωθούν οι πλήρεις επιπτώσεις του κύκλου επιτοκιακών αυξήσεων».
Πάντως, στη Deutsche Bank βλέπουν περιθώριο ανόδου 12% για τον δείκτη S&P 500 στη Wall Street μέχρι το τέλος του 2024.
Η γερμανική τράπεζα προβλέπει ότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων θα δείξει αντοχές ακόμη και αν η οικονομία των ΗΠΑ εισέλθει σε μια ήπια και βραχύβια ύφεση. Η πρόβλεψη των αναλυτών της είναι ότι ο S&P 500 θα κλείσει την επόμενη χρονιά στις 5.100 μονάδες. Φέτος ο δείκτης της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς καταγράφει άνοδο γύρω στο 19%.
Η εκτίμηση της Deutsche Bank είναι ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων που απαρτίζουν τον δείκτη S&P 500 θα σημειώσουν αύξηση 10%, λαμβάνοντας υπόψη μια «ρηχή και βραχύβια» ύφεση. Σε περίπτωση που το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξηθεί κατά 2%, η πρόβλεψη για τα κέρδη των επιχειρήσεων ανεβαίνει, θα αυξηθούν 19%.
O στόχος της Deutsce Bank για τον S&P 500 στο τέλος της επόμενης χρονιάς είναι υψηλότερος κατά 8,5% από τη μέση πρόβλεψη ομάδας 33 strategist σε σφυγμομέτρηση του Reuters. To βασικό σενάριο της τράπεζας είναι για ήπια ύφεση στο πρώτο εξάμηνο του 2024 που θα ωθήσει τη Fed να μειώσει τα επιτόκια κατά 175 μονάδες βάσης συνολικά το 2024.