Της Γιάννας Σουλάκη
Τρώγοντας λιγότερο δεν κατορθώνετε μόνο να είστε αδύνατοι, πιο ελκυστικοί και να έχετε καλύτερη υγεία. Θα μου πείτε είναι λίγα αυτά; Όχι, αλλά υπάρχουν κι άλλα πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα που μπορεί να καταφέρει κανείς με τον έλεγχο της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων και τα οποία σχετίζονται ιδιαιτέρως με την ποιότητα ζωής. Ποια είναι αυτά;
Σύμφωνα με τα τα αποτελέσματα πολύ πρόσφατης αμερικανικής μελέτης, εάν μειώσετε κατά 25% τις θερμίδες στο καθημερινό σας διαιτολόγιο, βελτιώνετε την ποιότητα του ύπνου σας, τη σεξουαλική σας ορμή και τη διάθεσή σας εν γένει. Κι αυτό είναι κάτι που δεν αφορά μόνον στους υπέρβαρους ή παχύσαρκους ανθρώπους.
Παλαιότερες έρευνες έχουν συνδέσει τη μείωση της ημερήσιας πρόληψης θερμίδων με τη μακροζωία, καθώς είχε αποδειχθεί ότι στα ποντίκια στα οποία οι ερευνητές πρόσφεραν λιγότερη τροφή επιβραδύνονταν οι διαδικασίες γενετικής γήρανσης.
Η νέα μελέτη περιελάμβανε το δείγμα 218 υγιών ενηλίκων, μεταξύ 20 και 50 ετών, φυσιολογικού σωματικού βάρους, οι οποίοι συμμετείχαν στη μελέτη για διάστημα δύο ετών. Στο τέλος αυτής της περιόδου και μετά από καταγραφή των αποτελεσμάτων, οι συμμετέχοντες στην ομάδα που περιόριζε καθημερινά τη διατροφή της κατά 25% ανέφερε σημαντικά καλύτερη ψυχολογική διάθεση και απολάμβανε καλύτερο ύπνο και σεξ σε σύγκριση με μια ομάδα ελέγχου που είχε το ελεύθερο να τρώει ό,τι ήθελε.
Η μελέτη με τον τίτλο «Επίδραση του περιορισμού των θερμίδων στη διάθεση, την ποιότητα ζωής, τον ύπνο και τη σεξουαλική λειτουργία σε υγιείς μη παχύσαρκους ενήλικες: Η CALERIE 2 τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη», που πραγματοποιήθηκε από ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Δρ. Corby Κ. Martin του Κέντρου Ερευνών Pennington iomedical, aton Rouge, LA, αποσκοπούσε στην επαλήθευση ή διάψευση της εικασίας ορισμένων επιστημόνων ότι ο περιορισμός των προσλαμβανόμενων θερμίδων επηρεάζει αρνητικά τον άνθρωπο, προκαλώντας μειωμένη αντοχή, καταθλιπτική διάθεση και ευερεθιστότητα.
«Είναι ήδη επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι ο έλεγχος της τροφής που λαμβάνεται σε καθημερινή βάση, οδηγεί τους υπέρβαρους ή παχύσαρκους ανθρώπους σε απώλεια σωματικού βάρους, η οποία επιφέρει τεράστια οφέλη στη υγεία, αλλά και βελτίωση του ύπνου και της ποιότητας ζωής. Τα ευρήματα της μελέτης υποστηρίζουν ότι η θετική αυτή επίδραση ισχύει και για τους ανθρώπους που δεν έχουν προβλήματα βάρους, οι οποίοι, επιλέγοντας να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο, θα μπορούσαν μελλοντικά να απολαύσουν τη ζωή τους έχοντας καλύτερη υγεία και λιγότερες ασθένειες», σημειώνει ο γενικός χειρουργός και ειδικός σε θέματα παχυσαρκίας Δρ. Γιώργος Σπηλιόπουλος.
Μετά την ολοκλήρωση του κύκλου της μελέτης, οι άνθρωποι που περιόριζαν τις θερμίδες τους είχαν μία απώλεια του σωματικού τους βάρους κατά 12%, αντίθετα με την ομάδα ελέγχου που δεν παρουσίασε σχεδόν καμία μεταβολή στα κιλά. Όμως, πριν βιαστείτε να μειώσετε την κατανάλωση της τροφής σας κατά 25%, να έχετε κατά νου ότι κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο κι ότι αντίθετα θεωρείται μιας μεγάλης κλίμακας προσαρμογή του οργανισμού.
«Ακόμα κι αν επιτύχετε αυτά τα οφέλη προσωρινά, είναι πραγματικά δύσκολο να συμμορφωθείτε με κάτι αντίστοιχο σε μακροπρόθεσμη βάση, τουλάχιστον στη σημερινή κοινωνία», υποστηρίζει ο επικεφαλής της μελέτης Corby Martin, στο Τime.
«Είναι σαν τα ψαράκια που προσπαθούν να κολυμπήσουν αντίθετα από έναν ολόκληρο κόσμο, που πολύ εύκολα υπερ-καταναλώνει θερμίδες». Ωστόσο, μόλις αρχίσει κάποιος τη διαδικασία της προσαρμογής στη ζωή με 25% λιγότερες θερμίδες, είναι εφικτό να συνεχίσει, αρκεί να ξεπεράσει το αρχικό εμπόδιο.
«Αυτό που ανέφεραν οι άνθρωποι της μελέτης ήταν ότι μετά την κρίσιμη καμπή των πρώτων μηνών και όταν αρχίζουν να χάνουν βάρος, τα επίπεδα της πείνας τους υποχωρούν και αρχίζουν να αισθάνονται τα οφέλη της απώλειας βάρους», λέει ο Martin. «Αρχίζουν να κινούνται ευκολότερα, οι αρθρώσεις τους τους ενοχλούν λιγότερο, αρχίζουν γενικά να αισθάνονται καλύτερα».
Αν και οι επιστήμονες δεν κατανοούν πλήρως γιατί ο περιορισμός των θερμίδων φαίνεται να προσδίδει τόσο θετικά αποτελέσματα, η αξία της μελέτης είναι να επισημάνει ότι οι βελτιώσεις στην ποιότητα ζωής που προέρχονται από την κατανάλωση λιγότερου φαγητού δεν περιορίζονται αναγκαστικά στα παχύσαρκα άτομα.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο JAMA Internal Medicine.