Δημιουργήθηκαν «έξυπνα» βακτήρια που θεραπεύουν την ακμή

Δημιουργήθηκαν «έξυπνα» βακτήρια που θεραπεύουν την ακμή

Διεθνής ερευνητική ομάδα ανέπτυξε μια πρωτοποριακή μέθοδο για την αντιμετώπιση της ακμής, ανοίγοντας τον δρόμο για την ανάπτυξη εξατομικευμένων και στοχευμένων θεραπειών για τη θεραπεία του δέρματος.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο Pompeu Fabra της Βαρκελώνης, κατάφεραν να τροποποιήσουν με επιτυχία το βακτήριο Cutibacterium acnes που ζει στο δέρμα, ώστε να παράγει την πρωτεΐνη NGAL (neutrophil gelatinase-associated lipocalin), ένα θεραπευτικό μόριο που ρυθμίζει την παραγωγή σμήγματος, ένα βασικό στοιχείο στη θεραπεία της ακμής.

«Αναπτύξαμε μια τοπική θεραπεία με στοχευμένη προσέγγιση, χρησιμοποιώντας αυτό που ήδη διαθέτει η φύση. Κατασκευάσαμε ένα βακτήριο που ζει στο δέρμα και το κάνουμε να παράγει αυτό που χρειάζεται το δέρμα μας. Εδώ, επικεντρωθήκαμε στη θεραπεία της ακμής, αλλά αυτή η πλατφόρμα μπορεί να επεκταθεί», δήλωσε η Nastassia Knödlseder, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.

Το Cutibacterium acnes θεωρούνταν παραδοσιακά ένα δυσεπίλυτο βακτήριο, που παρουσίαζε προκλήσεις στην εισαγωγή DNA και στην παραγωγή πρωτεϊνών. Ωστόσο, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Marc Güell, ξεπέρασαν αυτά τα εμπόδια βελτιώνοντας την παράδοση του DNA, τη σταθερότητα και την έκφραση των γονιδίων.

Το τροποποιημένο βακτήριο δεν περιορίζεται μόνο στη θεραπεία της ακμής. Ο Marc Güell οραματίζεται μια τεχνολογική πλατφόρμα που θα μπορεί να επεξεργαστεί οποιοδήποτε βακτήριο για τη θεραπεία πολλαπλών ασθενειών. Η ομάδα διερευνά τις δυνατότητες χρήσης του C. acnes για εφαρμογές ανίχνευσης του δέρματος και διαμόρφωσης του ανοσοποιητικού συστήματος.

Η συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος SkinDev. Οι ερευνητές σκοπεύουν στη συνέχεια να τροποποίησουν το C. acnes για τη θεραπεία της ατοπικής δερματίτιδας, μια χρόνια δερματική φλεγμονώδης πάθηση που χαρακτηρίζεται από ξηροδερμία, έκζεμα και σοβαρό ερεθισμό και είναι ιδιαίτερα συχνή στα μικρά παιδιά.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Biotechnology».

Πηγή: ΕΡΤ, Interesting Engineering