Έρευνα: Η γονική άδεια προστατεύει την ψυχική υγεία ιδίως των μητέρων 
Shutterstock
Shutterstock

Έρευνα: Η γονική άδεια προστατεύει την ψυχική υγεία ιδίως των μητέρων 

Προστασία για την ψυχική υγεία των γονιών, κυρίως των μητέρων ακόμη και σε βάθος χρόνου, παρέχει η χρήση γονικής άδειας, ιδίως αν είναι γενναιόδωρη. Αυτό προκύπτει από νέα διεθνή επιστημονική έρευνα, την πιο ολοκληρωμένη του είδους της μέχρι σήμερα, την οποία εκπόνησαν οι ερευνητές των Τμημάτων Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και του σουηδικού ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Σολ Χουάρεζ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet Public Health».

Σύμφωνα με τη μελέτη, η γονική άδεια προστατεύει έναντι των κινδύνων για την ψυχική υγεία, μεταξύ άλλων από συμπτώματα κατάθλιψης, ψυχικό στρες, αίσθημα ψυχικής εξάντλησης και υπερκόπωσης κ.α. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια της γονικής άδειας, τόσο αυξάνει το ψυχικό όφελός της για τους γονείς. Με τη σημείωση ότι η προστατευτική επίπτωση, ιδίως για τις μητέρες, μπορεί να συνεχιστεί και αργότερα στη ζωή τους, αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

«Το να γίνεται κανείς γονιός, μπορεί να αποδειχθεί στρεσογόνο και για τους δύο. Δεν είναι μόνο οι τεράστιες ορμονικές και σωματικές αλλαγές που βιώνει η μητέρα, αλλά γενικότερα η μετάβαση στη γονεϊκή ιδιότητα προκαλεί στρες στο ζευγάρι. Αυτό εξηγεί ίσως γιατί οι ψυχικές διαταραχές μετά τον τοκετό είναι σχετικά συχνές, επηρεάζοντας το 10% έως 20% των μητέρων και έως το 10% των πατέρων», δήλωσε ο δρ Χουάρεζ.

Τα ευρήματα για τους πατέρες, αναφορικά με τη γονική άδεια, είναι λιγότερο σαφή, εν μέρει επειδή έχει γίνει λιγότερη έρευνα γι' αυτούς σε σχέση με τις μητέρες. Σε κάθε περίπτωση, οι ερευνητές συμπέραναν ότι μια γενναιόδωρη γονική άδεια μετ' αποδοχών ωφελεί σημαντικά την ψυχική υγεία των γονιών, κυρίως των μητέρων που συνήθως φέρουν και το μεγαλύτερο βάρος ανατροφής των παιδιών.

Τα συμπεράσματα προέκυψαν από μια μετα-ανάλυση και συστηματική ανασκόπηση όλων των σχετικών μελετών. Συνολικά ελήφθησαν υπόψη 45 έρευνες από την Ευρώπη, τη Βόρεια και Νότια Αμερική, την Αυστραλία και την Ιαπωνία.