Η πανδημία βρίσκεται σε πορεία αποκλιμάκωσης και ο κορονοϊός -λίαν συντόμως -θα έχει πλέον «ενδημική παρουσία», όπως εκτίμησε ο καθηγητής Παθολογίας του ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, μιλώντας σε ημερίδα, με θέμα «Δύο χρόνια πανδημίας Covid-19: Προκλήσεις και διδάγματα για τις Ένοπλες Δυνάμεις».
Καθώς ο ιός δεν πρόκειται να εξαφανιστεί είναι πολύ σημαντικό να αυξηθεί η εμβολιαστική κάλυψη με τον βασικό εμβολιασμό, που έχει ολοκληρωθεί για το 71,3% του γενικού πληθυσμού και το 80,3% του ενήλικου πληθυσμού της πατρίδας μας και ταυτόχρονα να επιταχυνθεί ο αναμνηστικός εμβολιασμός που αποτελεί το «κλειδί» για την επίτευξη υψηλής προστασίας από σοβαρή νόσηση και θάνατο. Όπως ανέφερε στην ημερίδα ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, οι δύο δόσεις του εμβολίου προσφέρουν μειωμένη προστασία (κοντά στο 50%) από το στέλεχος Όμικρον, ενώ με τις τρεις δόσεις εμβολίου, η προστασία από σοβαρή νόσηση και θάνατο ανεβαίνει περίπου στο 100%. Μάλιστα, ο καθηγητής επεσήμανε ότι πειραματικά μοντέλα με πειραματόζωα δείχνουν ότι οι τρεις δόσεις με το υπάρχον εμβόλιο, ίσως είναι καλύτερες από ένα ειδικό εμβόλιο για την Όμικρον.
Ωστόσο, στην πατρίδα μας, από τα 5.090.000 άτομα που έχουν ολοκληρώσει τον βασικό εμβολιασμό και έχει περάσει είτε το 7μηνο από τα εμβόλια των δύο δόσεων, είτε το 3μηνο από το μονοδοσικό εμβόλιο, ποσοστό 95,7% έχει κάνει την αναμνηστική δόση, που αντιστοιχεί σε 4.871.000 πολίτες και ποσοστό 4,3% δεν έχει προχωρήσει σε αυτό το καθοριστικής σημασίας βήμα. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 219.000 ανθρώπους που εφόσον δεν προβούν στον αναμνηστικό εμβολιασμό παραμένουν ελλιπώς θωρακισμένοι απέναντι στην υπερ-μεταδοτική μετάλλαξη Όμικρον-κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα πιο πρόσφατα στατιστικά των ΜΕΘ, όπου στους 459 διασωληνωμένους ασθενείς το 72,55% (333 ασθενείς) είναι ανεμβολίαστοι ή μερικώς εμβολιασμένοι και ποσοστό 27,45% (126 ασθενείς) είναι πλήρως εμβολιασμένοι.
Αυτός ο πληθυσμός των 219.000 ανθρώπων που δεν έκαναν την 3η δόση αποτελεί λοιπόν μια κρίσιμη μάζα που μπορεί να επανατροφοδοτήσει τα νοσοκομεία του ΕΣΥ με βαριές νοσηλείες και στατιστικά αθροίζεται με τους σχεδόν 300.000 πολίτες άνω των 60 ετών, οι οποίοι παρότι τους έχει επιβληθεί το πρόστιμο των 100 ευρώ μηνιαίως παραμένουν παντελώς ανεμβολίαστοι. Βέβαια οι δύο αυτές κρίσιμες μάζες δεν είναι ακριβώς συγκρίσιμες καθώς στους 219.000 ανθρώπους περιλαμβάνονται διάφορες ηλικίες, από 18 ετών κι άνω, με τους νεότερους να έχουν μικρότερη πιθανότητα να νοσήσουν βαριά. Στον αντίποδα, στον πληθυσμό άνω των 60 ετών που δεν έχει κάνει καμία δόση εμβολίου περιλαμβάνονται πιο ευπαθείς οργανισμοί λόγω ηλικίας και συνοσηροτήτων που «ακολουθούν» την ηλικία.
Ο πλήρης εμβολιασμός -με την πάροδο των μηνών-απαιτεί 3 δόσεις εμβολίου και αργότερα θα απαιτήσει ετήσιο εμβολιασμό σε ένα μοντέλο διαχείρισης της ενδημικής covid19 νόσου σαν της γρίπης, καθώς η ενδημική φάση του κορονοϊού θα κρατήσει χρόνια.
Με ελληνικά δεδομένα, στην πατρίδα μας με τον εμβολιασμό έχουμε πετύχει την αποφυγή άλλων 20.000 θανάτων, όπως τόνισε ο Σωτήρης Τσιόδρας, προκειμένου να αποτυπώσει σε ένα σκληρό δείκτη την αξία των εμβολίων. Δηλαδή δια της ατόπου απαγωγής, χωρίς τον εμβολιασμό έναντι του κορονοϊού, θα είχαν καταγραφεί έως τώρα 78,32% περισσότεροι θάνατοι και η μαύρη λίστα με τις απώλειες ζωών θα είχε ξεπεράσει τις 45.000. Για να αντιληφθούμε τον αντίκτυπο αυτών των θανάτων σε δύο χρόνια πανδημίας, αρκεί να αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με τα πλέον επικαιροποιημένα στοιχεία της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρίας, ετησίως πεθαίνουν από κάποια μορφή καρκίνου στην Ελλάδα 33.000 ασθενείς.
Η αξία λοιπόν της 3ης δόσης αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα στατιστικά της πανδημίας και των προοπτικών μελετών με την μόλυνση με το στέλεχος Όμικρον -που είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα μας επηρεάσει όλους-να αυξάνει την προστασία, χάρη στην λεγόμενη «υβριδική ανοσία». Πρόκειται για τον συνδυασμό της φυσικής ανοσίας, με την ανοσία από το εμβόλιο, που οδηγεί σε μία πολύ δυναμικότερη ανοσοανταπόκριση, η οποία χαρακτηρίζεται από τα μακράς μνήμης Β και Τ-λεμφοκύτταρα, τα οποία δίνουν στην ανοσία εκείνο το χαρακτηριστικό που θέλουμε: την διάρκεια, ώστε να μην απαιτούνται συχνά νέες δόσεις.