Οι αθλήτριες με πολλές ανδρικές ορμόνες έχουν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα

Οι αθλήτριες με πολλές ανδρικές ορμόνες έχουν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα

Τα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης και άλλων ανδρικών ορμονών (ανδρογόνων) που παράγει με φυσικό τρόπο ο οργανισμός ορισμένων γυναικών αθλητριών, τους προσδίδει σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αρκετό για να τις κάνει νικήτριες σε παγκόσμιο και Ολυμπιακό επίπεδο.

Αυτό επιβεβαιώνει για πρώτη φορά με αδιάσειστα στοιχεία μια νέα γαλλική επιστημονική έρευνα, σύμφωνα με την οποία το ορμονικό πλεονέκτημα είναι πιο αισθητό σε αθλήματα ημιαντοχής και αντοχής και σε όσα απαιτούν οπτικοχωρικές δεξιότητες, όπως στις ρίψεις και στα άλματα ή στα ακροβατικά σπορ.

Η μελέτη αναμένεται να αναζωπυρώσει τη διεθνή διαμάχη κατά πόσο αθλήτριες όπως η νοτιοαφρικανή Κάστερ Σεμένια -Ολυμπιονίκης στα 800 μέτρα παγκοσμίως- θα πρέπει να υποβληθούν σε ορμονική θεραπεία (ή ακόμη και σε χειρουργική επέμβαση) πριν τους επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες, προκειμένου να περιορισθούν τεχνητά οι ανδρικές ορμόνες τους, που τις φέρνουν σε πλεονεκτική θέση έναντι των συναθλητριών τους.

Το δίλημμα δεν αφορά τις αθλήτριες που «ντοπάρονται» με έξτρα ανδρογόνα και παραβιάζουν έτσι τους κανονισμούς της διεθνούς ομοσπονδίας στίβου (IAAF). Γι αυτές είναι σαφές ότι επιβάλλεται απαγόρευση συμμετοχής σε αγώνες. Σήμερα από τους συνολικά 296 αθλητές που έχουν αποκλεισθεί από διεθνείς αγώνες λόγω ντόπινγκ, σχεδόν 40% είναι γυναίκες και από αυτές οι μισές είχαν «ντοπαρισθεί» με ανδρογόνα.

Πιο δύσκολη είναι η περίπτωση των αθλητριών που ο ίδιος ο οργανισμός τους παράγει υπερβολικές ανδρικές ορμόνες. Οι κανονισμοί της ΙΑΑF αρχικά επέβαλαν την ορμονοθεραπεία σε αυτές τις αθλήτριες για να μειωθεί η τεστοστερόνη τους.

Η υπόθεση -μετά από πρωτοβουλία Ινδής αθλήτριας- έφθασε στο διεθνές Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (CAS), το οποίο το 2015 γνωμοδότησε ότι αυτός ο κανονισμός θα πρέπει να αρθεί, εκτός -και αυτό αναδεικνύει τη σημασία της νέας μελέτης- αν υπάρξουν απτές ενδείξεις ότι τα ανδρογόνα όντως βελτιώνουν υπέρμετρα τις αθλητικές επιδόσεις μερικών αθλητριών.

Για να δώσουν μια απάντηση σε αυτό, μετά από παραγγελία της IAAF, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Στεφάν Μπερμόν του Πανεπιστημίου της Κυανής Ακτής στη Νίκαια και του Ινστιτούτου Αθλητιατρικής του Μονακό, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό περιοδικό αθλητιατρικής "British Journal of Sports Medicine", ανέλυσαν τις επιδόσεις 795 αθλητών και 1.332 αθλητριών σε δύο πρόσφατα παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου, συσχετίζοντάς τις με τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος κάθε αθλητή.

Οι αθλητές κατατάχθηκαν σε τρεις ομάδες ανάλογα με το επίπεδο της ελεύθερης τεστοστερόνης που κυκλοφορούσε στο αίμα τους. Διαπιστώθηκε ότι όσες αθλήτριες ανήκαν στην τρίτη ομάδα με την περισσότερη τεστοστερόνη, πετύχαιναν κατά μέσο όρο σημαντικά καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με όσες ανήκαν στην πρώτη ομάδα με τη λιγότερη τεστοστερόνη.

Ενδεικτικά, οι πρώτες είχαν κατά μέσο όρο 2,73% καλύτερη επίδοση στο δρόμο των 400 μέτρων, 2,78% στα 400 μέτρα με εμπόδια, 1,78% στα 800 μέτρα, 4,53% στη σφυροβολία και 2,94% στο άλμα επί κοντώ. Αν και φαίνονται μικρές, στην πραγματικότητα αυτές οι διαφορές είναι αρκετές για να χαρίσουν ένα μετάλλιο, πιθανώς χρυσό.

Δεν παρατηρήθηκε αντίστοιχο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μεταξύ των ανδρών με διαφορετικά επίπεδα τεστοστερόνης. Με άλλα λόγια, ένας αθλητής με πολλή τεστοστερόνη δεν πλεονεκτεί έναντι ενός αθλητή με λιγότερη τεστοστερόνη, ενώ μια γυναίκα πλεονεκτεί έναντι μια άλλης αθλήτριας με χαμηλά επίπεδα ανδρογόνων. Η τεστοστερόνη ενισχύει την παραγωγή των ερυθρών κυττάρων στο αίμα μιας αθλήτριας, αυξάνοντας έτσι την ποσότητα οξυγόνου που φθάνει στους ιστούς του σώματός της.

Η IAAF σε λίγες εβδομάδες θα διεκδικήσει στο CAS να καταπέσει η δικαστική απόφαση του τελευταίου από το 2015 και η νέα μελέτη θα της δώσει πρόσθετα επιχειρήματα υπέρ του περιορισμού της υπερβολικής τεστοστερόνης στις αθλήτριες. Παράλληλα, αναμένονται τα ευρήματα μιας δεύτερης σχετικής επιστημονικής έρευνας, που έχει παραγείλει η IAAF.

 ΑΠΕ-ΜΠΕ