«Η μελλοντική πολιτική για τα ναρκωτικά, δεν οφείλει να διαλέξει μεταξύ της επιβολής του νόμου με 'στρατιωτικά μέσα' και της νομιμοποίησης της μη ιατρικής χρήσης των ουσιών».
Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της Διεθνούς Επιτροπής του ΟΗΕ για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών στην Ετήσια Έκθεσή της, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Στην Αθήνα την Έκθεση παρουσίασε το ΚΕΘΕΑ, σύμβουλος οργανισμός του ΟΗΕ σε θέματα ναρκωτικών. Λίγες μόλις εβδομάδες πριν συγκληθεί σε ειδική σύνοδο στη Νέα Υόρκη η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, για να διαμορφώσει τις μελλοντικές πολιτικές κατευθύνσεις για το πρόβλημα των ναρκωτικών, η Επιτροπή απευθύνει έκκληση για μια προσέγγιση βασισμένη στην επιστημονική γνώση, τον ανθρωπισμό, την αναλογικότητα στην απονομή των ποινών και τη μετριοπάθεια.
Η ανασκόπηση της παγκόσμιας κατάστασης από την Επιτροπή στην ετήσια έκθεσή της αναδεικνύει τα ακόλουθα θέματα:
Αυξήθηκαν κατά 55% οι νέες ψυχοδραστικές ουσίες
Μέχρι τον Οκτώβριο του 2015 τα κράτη μέλη του ΟΗΕ είχαν αναφέρει 602 νέες ψυχοδραστικές ουσίες. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει αύξηση 55% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, κατά την οποία είχαν αναφερθεί 388 νέες ουσίες. Πρόκειται για μια πολύ ετερογενή κατηγορία ουσιών, κυρίως συνθετικά κανναβινοειδή, φαινεθυλαμίνες και συνθετικές καθινόνες, οι οποίες κυκλοφορούν σε διάφορες μορφές και δεν υπόκεινται σε έλεγχο. Η Επιτροπή καλεί τις κυβερνήσεις να πάρουν μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος, λαμβάνοντας υπόψη και το δεδομένο της ευρείας προώθησης των νέων ψυχοδραστικών ουσιών μέσω του Διαδικτύου και των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης.
Σε κίνδυνο οι πρόσφυγες
Στην Ασία οι πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τις εμπόλεμες ζώνες εκτίθενται σε υψηλό κίνδυνο όσον αφορά τη διακίνηση και τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Η δύσκολη και τραυματική κατάστασή τους, τους καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους στον εθισμό και τη διακίνηση ουσιών. Οι πλημμελείς έλεγχοι των συνόρων και η αυξημένη μετακίνηση ανθρώπων κατά μήκος τους ευνοούν την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών στις αγορές της περιοχής. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των ατόμων που κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού χωρίς πρόσβαση σε αναλγητικά
Σε πολλές χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε οπιοειδή αναλγητικά φάρμακα για την ανακούφιση του πόνου, παρόλο που παγκοσμίως η χρήση αυτών των ουσιών έχει υπερδιπλασιαστεί από την αρχή του αιώνα. Την ίδια στιγμή το 95% της παγκόσμιας κατανάλωσης των αναλγητικών γίνεται από τους κατοίκους της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Το πρόβλημα δεν είναι η ανεπάρκεια της παγκόσμιας προσφοράς, αλλά μάλλον η έλλειψη εκπαίδευσης και ο φόβος της εξάρτησης.
Υπερσυνταγογράφηση σε ηλικιωμένους για την αϋπνία και το άγχος
Η Επιτροπή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την τάση υπερσυνταγογράφησης υπνωτικών φαρμάκων σε άτομα μεγάλης ηλικίας σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Το φαινόμενο άφορα κυρίως τις βενζοδιαζεπίνες, μια κατηγορία ουσιών που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της αϋπνίας και του άγχους. Η μη αναγκαία χρήση τους, σύμφωνα με μελέτες, ενέχει τον κίνδυνο εξάρτησης. Επιπλέον, οι μεγαλύτεροι των 65 ετών χρήστες βενζοδιαζεπινών, όπως έχει αποδειχθεί, έχουν 50% περισσότερες πιθανότητες εκδήλωσης άνοιας μέσα σε διάστημα 15 ετών, σε σύγκριση όσους δεν έχουν κάνει ποτέ χρήση αυτών των ουσιών.
Στοιχεία για την Ευρώπη και τον κόσμο
Η εμφάνιση νέων ψυχοδραστικών ουσιών -και η διακίνησή τους μέσα από εκατοντάδες ιστοσελίδες- συνεχίζεται αμείωτη. Συγχρόνως αυξάνεται η καθαρότητα και η δραστικότητα όλων των ουσιών, συμπεριλαμβανομένης και της κάνναβης, της ουσίας που καταναλώνεται συχνότερα στην ΕΕ και η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 80% των κατασχέσεων στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Σε υψηλά επίπεδα παραμένει και η χρήση κοκαΐνης. Παρά το γεγονός ότι η χρήση ηρωίνης και συνθετικών οπιοειδών είναι σχετικά χαμηλή στην ΕΕ, οι ουσίες αυτές εξακολουθούν να συνδέονται με το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενειών, θανάτων και κόστους θεραπείας που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Συγχρόνως καταγράφεται σαφής τάση ανόδου των αιτημάτων πρώτης εισαγωγής σε θεραπεία για χρήση κάνναβης. Περίπου το 40% του εκτιμώμενου παγκόσμιου αριθμού των ατόμων που κάνουν ενέσιμη χρήση και ζουν με τον HIV βρίσκονται στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η Βόρεια Αμερική παραμένει η περιοχή με το υψηλότερο ποσοστό θανάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά παγκοσμίως, στο οποίο περιλαμβάνονται όλο και περισσότεροι θάνατοι λόγω υπερβολικής δόσης, κυρίως από συνταγογραφούμενα φάρμακα. Η χρήση ηρωίνης επανακάμπτει, πιθανώς επειδή έχει ενισχυθεί η προσπάθεια ελέγχου των συνταγογραφούμενων οπιοειδών. Η κάνναβη, που αποτελεί την ουσία με τη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα και κατανάλωση, γίνεται πιο δραστική και η χρήση της αυξάνεται ακόμα και στους νέους, όπως οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σύμφωνα με το Αμερικανικό Σώμα κατά των Ναρκωτικών, η νομιμοποίηση της κάνναβης σε κάποιες πολιτείες δεν έχει εξαλείψει το παράνομο εμπόριο της ουσίας, εξαιτίας των υψηλών φόρων και άλλων περιορισμών.
Στο Αφγανιστάν, αν και πρώτη φορά ύστερα από έξι χρόνια μειώθηκαν οι εκτάσεις στις οποίες, σύμφωνα με εκτιμήσεις, καλλιεργείται παράνομα η οπιούχος παπαρούνα, η συνολική παραγωγή παραμένει υψηλή. Η προσφορά στους αγρότες νόμιμων εναλλακτικών τρόπων, για να συντηρούν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους, είναι αναγκαία προϋπόθεση για τον περιορισμό της παράνομης καλλιέργειας.
Σχολιάζοντας την Έκθεση, οι εκπρόσωποι του ΚΕΘΕΑ ανέφεραν ότι στη χώρα μας, με τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση, τα υψηλότερα ευρωπαϊκά ποσοστά ανεργίας, τους νέους που στερούνται προοπτική, την αύξηση της φτώχιας, το κοινωνικό κράτος που συρρικνώνεται και το καθημερινό δράμα των προσφύγων, είναι προφανές ότι δημιουργείται γόνιμο έδαφος για την εξάπλωση της χρήσης και της περιθωριοποίησης.
Με αφετηρία τη θέση της Επιτροπής ότι «η αντιμετώπιση της εξάρτησης είναι αναπόσπαστο στοιχείο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για τα ναρκωτικά», οι εκπρόσωποι του ΚΕΘΕΑ υπογράμμισαν την ανάγκη επένδυσης στην πρόληψη, τη θεραπεία και την επανένταξη, εξασφάλισης της επάρκειας ανθρώπινων και οικονομικών πόρων για τους φορείς αντιμετώπισης των εξαρτήσεων και υλοποίησης ενός εθνικού σχεδίου δράσης για τα ναρκωτικά, που θα ενσωματώνει τα νέα δεδομένα και θα καλύπτει τις ανάγκες της κοινωνίας.