Με 42 παραγωγικές μονάδες σε πλήρη λειτουργία –ακόμη και μέσα στην πανδημία– η ελληνική φαρμακοβιομηχανία αποτελεί σήμερα έναν από τους ισχυρότερους οικονομικούς κλάδους. Αποτελεί και (το σημαντικότερο) μέρος της λύσης ενός διαχρονικού προβλήματος που δεν είναι άλλο από τις ελλείψεις φαρμάκων.
Η εγχώρια παραγωγή φαρμάκων καλύπτει σήμερα 3 εκατομμύρια ασφαλισμένους και έως 80% των αναγκών σε φάρμακα. Τις προϋποθέσεις για να συνεχίσει να το κάνει με όρους ανάπτυξης εξηγεί σε συνέντευξή του στο Liberal ο Θεόδωρος Τρύφων, Co CEO της ELPEN, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) και Μέλος του ΔΣ της Medicines for Europe, Ευρωπαϊκής Ένωσης Γενόσημων & Βιοϊσοδύναμων Φαρμάκων.
Συνέντευξη στην Δέσποινα Κουκλάκη
Ποια είναι η κατάσταση αυτή τη στιγμή σε ό,τι αφορά τις ελλείψεις φαρμάκων;
Αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουμε ελλείψεις σε σκευάσματα παρακεταμόλης, αναπνευστικά αντιβιοτικά, παιδικά σιρόπια και άλλα, που οφείλονται στην παγκόσμια αύξηση της ζήτησης και παράλληλα στη μείωση της προσφοράς. Η προσφορά έχει μειωθεί εξαιτίας πολλών παραγόντων, όπως η συνεχιζόμενη πανδημία, η έξαρση των ιώσεων, το ενεργειακό κόστος και άλλων. Ένα μεγάλο μέρος των πρώτων υλών έρχονται από την ασιατική αγορά, κυρίως από την Ινδία και την Κίνα. Για να καλυφθούν αυτές οι ελλείψεις, υπήρξαν συγκεκριμένες κινήσεις από την πλευρά του υπουργείου Υγείας, ανακοινώθηκαν κάποια μέτρα τα οποία θα αποδώσουν και ενεργοποιήθηκαν ΕΟΦ και ΙΦΕΤ.
Την ίδια στιγμή, το τελευταίο τρίμηνο, πολλές ελληνικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και η Elpen, έχουμε αυξήσει σημαντικά την παραγωγή μας σε αντιβιοτικά και αναπνευστικά φάρμακα ενηλίκων. Από το Σεπτέμβριο μέχρι τα Χριστούγεννα αποδεσμεύθηκαν 1,2 εκατομμύρια συσκευασίες φαρμάκων αυτών των κατηγοριών και έχουν καλύψει ένα πολύ μεγάλο μέρος πληθυσμού. Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι η εγχώρια παραγωγή μπορεί να ανταποκριθεί στις εποχικές ελλείψεις καλύπτοντας μεγάλο μέρος των αναγκών.
Γι’ αυτό και η κατάσταση στη χώρα μας είναι καλύτερη από άλλες χώρες. Χωρίς την εγχώρια παραγωγή, οι ελλείψεις θα ήταν έως και 5πλάσιες, σε πολλά φάρμακα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Συνεχίσουμε εντατικά την παραγωγή, έχοντας προτεραιοποιήσει τα ελλειπτικά φάρμακα και η κατάσταση σταδιακά εξομαλύνεται. Σημειώνω επίσης ότι ακριβώς λόγω της εγχώριας παραγωγής, οι ελλείψεις στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ και των νοσοκομείων είναι ελάχιστες και δεν δημιουργούν κανένα πρόβλημα στις θεραπείες.
Το νέο κύμα covid-19 στην Κίνα μπορεί να επιδεινώσει τις εποχικές ελλείψεις;
Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε κάτι τέτοιο. Άλλωστε η κατάσταση αυτή επηρεάζει συνολικά πολλούς τομείς της οικονομίας. Από την Κίνα προέρχονται πολλοί διαλύτες και έκδοχα φαρμάκων στα οποία μπορεί να παρατηρηθούν ελλείψεις. Βέβαια, στη χώρα μας οι πιο πολλές πρώτες ύλες εισάγονται από Ινδία και από την Ευρώπη.
Εκτός από τις εποχικές ελλείψεις, διαχρονικά στην Ελλάδα παρατηρείται έλλειψη σε ορισμένα φάρμακα. Πού οφείλεται αυτή;
Οι διαχρονικές ελλείψεις αφορούν ανά διαστήματα περίπου 350 σκευάσματα (περίπου 5,5% του συνόλου των κωδικών που κυκλοφορούν στη χώρα) και σχετίζονται με τις επανεξαγωγές φαρμάκων: Δηλαδή ένα μέρος των ποσοτήτων που εισάγονται στην Ελλάδα επανεξάγονται σε άλλες χώρες, με νόμιμη διαδικασία, κυρίως μέσω των φαρμακαποθηκών, σε υψηλότερες τιμές. Το φαινόμενο γίνεται πιο έντονο όταν οι ποσότητες που εισάγονται είναι μειωμένες.
Επιπλέον, πολλές εταιρείες του εξωτερικού μειώνουν ή και σταματούν τις εισαγωγές φαρμάκων που η τιμή τους θεωρείται ασύμφορη. Οι ελλείψεις αυτές αφορούν κατά περίπου 20% φάρμακα υπό πατέντα, που δεν υπάρχει δυνατότητα να παραχθούν εγχώρια, και κατά 80% φάρμακα που έχουν αντίστοιχα παραγόμενα στην Ελλάδα. Άρα και σε αυτή την περίπτωση, μπορούν να δοθούν λύσεις μέσω της ισχυρής ελληνικής παραγωγικής βάσης.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει προς την κατεύθυνση της οριστικής λύσης του προβλήματος;
Οι παράλληλες εξαγωγές έχουν απαγορευθεί (προσωρινά) αυτή την περίοδο αλλά η απαγόρευση δεν μπορεί να ισχύσει επ’ αόριστον. Χρειάζεται λοιπόν καλύτερος έλεγχος ώστε οι ποσότητες που εισάγονται να καλύπτουν την ελληνική αγορά και το μέρος που αφορά τις επανεξαγωγές.
Με την καλύτερη παρακολούθηση – η οποία μπορεί να επιτευχθεί και με τα ψηφιακά εργαλεία και δυνατότητες που μας δίνουν οι νέες τεχνολογίες – μπορούν έγκαιρα να εντοπίζονται οι διαφαινόμενες ελλείψεις ώστε έγκαιρα να ενεργοποιείται και η εγχώρια παραγωγή. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, χρειάζεται έγκαιρη ενημέρωση των μονάδων παραγωγής, των γιατρών και φαρμακοποιών και βέβαια όλων των πολιτών.
Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε η ελληνική φαρμακοβιομηχανία να μπορεί να καλύψει έως και 80% των αναγκών σε φάρμακα, όπως αναφέρετε;
Η πολιτική κινήτρων είναι η κύρια προϋπόθεση. Αυτό που ξεκίνησε το 2019, με τα κίνητρα που έδωσε η κυβέρνηση, το συμψηφισμό μέρους του clawback με επενδύσεις, πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί. Άλλωστε, πρόκειται για κίνητρα με τα οποία όλοι συμφωνούν, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν υπερκομματικά. Ουσιαστικά δημιουργούμε υποδομές για να αυξηθεί η παραγωγική βάση στην Ελλάδα άρα και να αυξηθεί η κάλυψη των ασθενών αλλά και ο εξαγωγές που αποτελούν βασικό πόρο για τον κλάδο.
Την ίδια στιγμή, πρέπει να συζητηθεί το ζήτημα της υπερφορολόγησης, ιδίως στα φθηνά φάρμακα. Δεν μπορεί η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη να είναι 2,5 δις και οι εταιρείες να πληρώνουν 2 δις… Ως κλάδος ζητάμε τα απολύτως αυτονόητα. Είμαστε ένας κλάδος που δεν σταματάμε ποτέ την παραγωγή, παρ’ ότι δεν έχει ικανοποιηθεί κανένα από τα αιτήματά μας. Λειτουργούμε πάντα με αίσθημα ευθύνης απέναντι στους ασθενείς και βέβαια απέναντι στους εργαζόμενούς μας. Μέσα στην πανδημία και μέχρι σήμερα συνεχίζουμε αδιάκοπα να παράγουμε ακόμη και πολύ φθηνά φάρμακα για τα οποία επιστρέφουμε το 50% της αξίας μέσω του clawback.
Χρειάζεται, επομένως, ένα πλαίσιο όπου η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη θα αναπροσαρμοστεί. Όσα περιγράφονται στο Ταμείο Ανάκαμψης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Προβλέπεται, δηλαδή, η μείωση του clawback κατά 400 εκατομμύρια έως το 2025, ποσό που θα προέλθει κατά 30% από εξοικονομήσεις άρα μέσα σε βάθος τριετίας θα πρέπει να προβλεφθούν στη δημόσια δαπάνη περί τα 280 εκατομμύρια.
Παράλληλα, είναι απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα όπως ο έλεγχος της συνταγογράφησης, ένα σταθερό επιχειρηματικό πλαίσιο και ψηφιοποίηση όλου του συστήματος για την καλύτερη παρακολούθηση και ενημέρωση όλων των φορέων.
Έχουν γίνει κάποια βήματα, έχουν ξεκινήσει διαδικασίες οι οποίες θα πρέπει να συνεχιστούν τουλάχιστον μέχρι το 2026, ώστε να συνεχιστεί και αναπτυχθεί η δραστηριότητα του κλάδου ο οποίος έχει τεράστια προστιθέμενη αξία για τη χώρα, τόσο σε επίπεδο επενδύσεων και εξαγωγών όσο και σε επίπεδο θέσεων εργασίας. Χρειαζόμαστε ένα πλάνο τουλάχιστον τριετές, με ξεκάθαρους κανόνες για ελληνικές και ξένες εταιρείες. Η συνέχεια πρέπει να είναι υπερκομματική σε επίπεδο ενός συντονιστή μεταξύ των υπουργείων Οικονομικών, Ανάπτυξης και Υγείας.