Ανεπηρέαστη φαίνεται πως μένει, προς το παρόν, η Ευρώπη από το σφοδρό πανδημικό κύμα κορονοϊού με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η Κίνα, που αποφάσισε σχεδόν «εν μια νυκτί» να άρει τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα εγκαταλείποντας την πολιτική «μηδενικών κρουσμάτων» (zero covid).
Η απελευθέρωση των περιορισμών βρήκε τουλάχιστον 1,4 δισεκατομμύρια Κινέζους ανεπαρκώς εμβολιασμένους, ανάμεσά τους και περίπου 800 εκατομμύρια άτομα άνω των 80 ετών.
Διεθνή μέσα μεταδίδουν πως αυτό που συμβαίνει τώρα στα κινεζικά νοσοκομεία μοιάζει με το ξεκίνημα της πανδημίας το χειμώνα του 2019: Οι ασθενείς φτάνουν κατά δεκάδες στα επείγοντα με συμπτώματα πνευμονίας και οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας είναι ασφυκτικά γεμάτες.
Ο επικεφαλής επιδημιολόγος του Κινεζικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, μίλησε σε συνέδριο στο Πεκίνο στις 17 Δεκεμβρίου, αναφέροντας ότι το νέο ξέσπασμα της Covid-19 στη χώρα του θα εξελιχθεί σε τρεις φάσεις μέσα στο χειμώνα: Η τρέχουσα πρώτη φάση αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, η επόμενη εκτιμάται ότι θα πυροδοτηθεί κατά τους εορτασμούς της κινεζικής πρωτοχρονιάς ενώ ένα ακόμη κύμα αναμένεται μέσα στο Φεβρουάριο όταν πολλοί θα επιστρέφουν στις δουλειές τους μετά την πρωτοχρονιάτικη άδεια.
Προγνωστικά μοντέλα που δημοσιεύονται από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον προβλέπουν αυξημένα κρούσματα, νοσηλείες και θανάτους έως τον Απρίλιο του 2023.
Υπολογίζουν πώς μέχρι τότε, περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού της Κίνας θα έχουν κολλήσει κορονοϊό. Ως τα μέσα της άνοιξης αναμένονται πάνω από 300.000 θάνατοι λόγω κορονοϊού και πάνω από 1 εκατομμύριο μέχρι το τέλος του χρόνου.
Δυτικοί επιστήμονες ερευνητές προτείνουν άμεσο εμβολιασμό όσων δεν έχουν εμβολιαστεί στην Κίνα, εισαγωγή των «δυτικών» αντιικών φαρμάκων και ευρεία χρήση μάσκα προκειμένου να αποτραπούν τα παραπάνω εφιαλτικά σενάρια.
Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με ανησυχία την επιδημιολογική εξέλιξη στην Κίνα και ζητά περισσότερα και λεπτομερέστερα στοιχεία ώστε να εκτιμηθεί ο κίνδυνος για τον υπόλοιπο κόσμο.
Υπάρχουν επιστήμονες που υποστηρίζουν πως ένα νέο κύμα κορονοϊού σε μια τόσο πολυπληθή χώρα όπως η Κίνα μπορεί να διευκολύνει την εμφάνιση κάποιας νέας και δυνητικά επικίνδυνης μετάλλαξης του ιού.
Η πρώτη αντίδραση της Ευρώπης
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) εξέδωσε μια πρώτη εκτίμηση για το πόσο η κατάσταση στην Κίνα μπορεί να επηρεάσει την Ευρώπη.
Σύμφωνα με το ECDC, αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια το ποιες παραλλαγές και σε τι ποσοστό κυκλοφορούν στην Κίνα. Αυτό γιατί από το καλοκαίρι έχουν σταματήσει οι εκτεταμένες γονιδιακές αναλύσεις των δειγμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο τρίμηνο υπήρξαν μόλις 17 τέτοιες αναλύσεις στο κινεζικό έδαφος.
Ο αριθμός είναι αμελητέος για τα κινεζικά δεδομένα και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δώσει σαφή εικόνα για τις κυκλοφορούσες παραλλαγές.
Οι επιστήμονες βασίζονται σε εκτιμήσεις οι οποίες συγκλίνουν στο ότι οι υποπαραλλαγές της Όμικρον που κυκλοφορούν στην Κίνα είναι οι BF.7 και BA.5.
Οι ειδικοί του ECDC αναφέρουν ότι και οι δύο αυτές υποπαραλλαγές έχουν ήδη κυκλοφορήσει ευρέως στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης και μάλιστα βρίσκονται ήδη σε αποδρομή έχοντας δώσει τη θέση τους σε άλλες νεότερες παραλλαγές.
Αυτό σημαίνει ότι – εφόσον δεν υπάρξει νέα μετάλλαξη του ιού – οι κινεζικές παραλλαγές δεν θέτουν σε κίνδυνο τον ευρωπαϊκό πληθυσμό.
Θεωρείται, εξάλλου, δεδομένο ότι ο πληθυσμός της Ευρώπης είναι καλύτερα θωρακισμένος, αφενός διότι έχει εμβολιαστεί με τα «δυτικά» εμβόλια τα οποία θεωρούνται πιο αποτελεσματικά έναντι των κινεζικών και αφετέρου, κατά ένα ποσοστό έχει εμβολιαστεί και με τα επικαιροποιημένα εμβόλια τα οποία προστατεύουν από όλες τις υποπαραλλαγές της Όμικρον.
Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι έχουν στη διάθεσή τους τα αντιικά φάρμακα κατά του κορονοϊού τα οποία θεωρούνται αποτελεσματικά στην αποτροπή της βαριάς νόσου εξαιτίας του ιού.
Έτσι, το ECDC θεωρεί ότι το νέο ξέσπασμα Covid-19 στην Κίνα δεν επηρεάζει προς το παρόν την επιδημιολογική κατάσταση στην Ευρώπη.
Ωστόσο, η κατάσταση παρακολουθείται στενά όχι μόνο από τις ευρωπαϊκές αρχές αλλά και από τις αμερικανικές και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, με στόχο να εντοπιστούν έγκαιρα τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα διεθνές πανδημικό κύμα.