Σχεδόν οι μισές χώρες του πλανήτη αντιμετωπίζουν ελλείψεις ιατρικού και νοσοκομειακού προσωπικού. Η γεννητικότητα στον κόσμο εμφανίζει σταδιακή μείωση μετά το 1950. Τέσσερις μόνο παράγοντες κινδύνου (υπέρταση, κάπνισμα, σάκχαρο, παχυσαρκία) ευθύνονται για τους μισούς θανάτους διεθνώς το 2017. Το μέσο προσδόκιμο ζωής διεθνώς αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά περίπου 22 χρόνια μεταξύ 1950-2017.
Αυτές είναι οι τέσσερις κυριότερες διαπιστώσεις της νέας μεγάλης διεθνούς επιστημονικής μελέτης «Global Burden Disease», που κάθε χρόνο αξιολογεί την κατάσταση της υγείας στον κόσμο και η οποία παρουσιάσθηκε σε επτά επιμέρους δημοσιεύσεις στο ιατρικό περιοδικό "The Lancet", με επικεφαλής τον καθηγητή Κρίστοφερ Μάρεϊ, διευθυντή του Ινστιτούτου Μέτρησης και Αξιολόγησης της Υγείας του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ.
Η παγκόσμια γεννητικότητα, σύμφωνα με τον «συντελεστή ολικής γεννητικότητας», ο οποίος δείχνει τον μέσο αριθμό παιδιών που μια γυναίκα θα κάνει στη διάρκεια της ζωής της, εμφανίζει μείωση μετά το 1950. Το 2017, 91 χώρες είχαν συντελεστή γεννητικότητας μικρότερο του δύο, πράγμα που σημαίνει ότι το μέγεθος του πληθυσμού τους είναι αδύνατο να διατηρηθεί. Μεταξύ 2010-2017 33 χώρες είχαν μειούμενο πληθυσμό, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ρουμανία, η Πολωνία, η Γεωργία, η Ιαπωνία και η Κούβα.
Αρνητική παγκόσμια πρωταθλήτρια υπήρξε πέρυσι η Κύπρος, με γέννηση κατά μέσο όρο μόνο ενός παιδιού από κάθε γυναίκα, ενώ στην Ελλάδα ο συντελεστής γεννητικότητας είναι 1,4 παιδιά ανά γυναίκα. Από την άλλη, σε 104 χώρες η γεννητικότητα αυξάνει διαχρονικά, όπως και ο πληθυσμός τους, με πρωταθλητή γεννήσεων την αφρικανική χώρα του Νίγηρα, όπου μια γυναίκα κάνει κατά μέσο όρο επτά παιδιά. Ακολουθούν το Τσαντ (6,7), η Σομαλία (6,1), το Μάλι (έξι) και το Αφγανιστάν (έξι).
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το ελάχιστο όριο για μια χώρα, ώστε να είναι εφικτή η επαρκής παροχή υπηρεσιών υγείας στον πληθυσμό, είναι να υπάρχουν τουλάχιστον 30 γιατροί, 100 νοσοκόμοι και πέντε φαρμακοποιοί για κάθε 10.000 κατοίκους. Το 2017 μόνο 41 χώρες ξεπερνούσαν αυτό το όριο στο ιατρικό προσωπικό και μόνο 28 χώρες στο νοσοκομειακό προσωπικό.
Σχεδόν οι μισές χώρες (92 από τις 195 ή το 47,2%) έχουν λιγότερους από δέκα γιατρούς ανά 10.000 κατοίκους, ενώ το 46,2% (90 χώρες) έχουν λιγότερους από 30 νοσοκόμους από 10.000 κατοίκους. Με «μηδέν» βαθμολογείται το Μπενίν στην υποσαχάρια Αφρική (όπου είναι καλύτερα να μην αρρωστήσει κανείς…). Από την άλλη, 15 χώρες παίρνουν «άριστα» όσον αφορά τη στελέχωσή τους με ιατρικό και νοσοκομειακό προσωπικό: Νορβηγία, Σουηδία, Ελβετία, Φινλανδία, Ισλανδία, Δανία, Βέλγιο, Νέα Ζηλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Βερμούδα, Τσεχία, Κούβα, Ανδόρα και Σλοβακία.
Η έκθεση επισημαίνει, επίσης, ότι οι θάνατοι από πολεμικές συγκρούσεις και τρομοκρατικές επιθέσεις αυξήθηκαν σημαντικά κατά 118% μέσα στη δεκαετία 2007-2017, ενώ επιδεινώθηκε η επιδημία εξάρτησης από τα οπιοειδή, με τουλάχιστον τέσσερα εκατομμύρια νέα περιστατικά και περίπου 110.000 θανάτους πέρυσι (αύξηση 75% από το 2007).
Το 51,5% όλων των θανάτων του 2017 παγκοσμίως (28,8 εκατομμύρια θάνατοι από τους 55,9 εκατ. συνολικά) προκλήθηκαν από μόνο τέσσερις παράγοντες κινδύνου που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με τις κατάλληλες αλλαγές στον τρόπο ζωής. Συγκεκριμένα 10,4 εκατομμύρια θάνατοι σχετίζονταν με την υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση), 7,1 εκατομμύρια με το κάπνισμα, 6,5 εκατομμύρια με το υψηλό σάκχαρο (διαβήτη) και 4,7 εκατομμύρια με τον μεγάλο δείκτη μάζας σώματος (παχυσαρκία).
Οι μη μεταδοτικές ασθένειες ήσαν η αιτία των περισσότερων θανάτων το 2017 (41,1 εκατομμύρια ή το 73,4% του συνόλου), με το ποσοστό τους να εμφανίζει αύξηση σχεδόν 23% μεταξύ 2007-2017. Οι περισσότεροι θάνατοι ήσαν καρδιαγγειακής αιτιολογίας (17,8 εκατομμύρια) και ακολουθούσαν οι καρκίνοι (9,6 εκατομμύρια) και οι χρόνιες αναπνευστικές νόσοι (3,9 εκατομμύρια). ΟΙ άνδρες είναι πιθανότερο να πεθάνουν από αυτές τις αιτίες από ό,τι οι γυναίκες.
Τα ποσοστά παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου 2 εμφανίζουν ανοδική τάση σε όλες σχεδόν τις χώρες, ενώ οι τρεις κυριότερες αιτίες κινητικών προβλημάτων και αναπηρίας το 2017 ήσαν οι πόνοι στη μέση, οι πονοκέφαλοι και οι διαταραχές της κατάθλιψης. Τα ποσοστά αυτοκτονιών μεταξύ των ανδρών (13,8 ανά 100.000 άτομα) ξεπερνούν κατά πολύ αυτά των γυναικών (τέσσερις αυτοκτονίες ανά 100.000).
Επίσης μεταξύ 1990-2017 υπήρξε αύξηση 71% στις διαταραχές λόγω χρήσης ναρκωτικών, 115% στα περιστατικά Αλτσχάιμερ και άλλων μορφών άνοιας, 117% στα περιστατικά διαβήτη, 80% στα περιστατικά απώλεια ακοής λόγω ηλικίας, 75% στα περιστατικά οσφυαλγίας (πόνων στη μέση) και 53% στα περιστατικά διαγνωσμένων διαταραχών κατάθλιψης.
Όσον αφορά το μέσο προσδόκιμο ζωής παγκοσμίως, μεταξύ του 1950 και του 2017 αυξήθηκε από τα 48,1 στα 70,5 έτη στους άνδρες και από τα 52,9 στα 75,6 έτη στις γυναίκες. Οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες σχεδόν παντού στον κόσμο (στις 180 από τις 195 χώρες), από 1,4 χρόνια (Αλγερία) έως 11,9 χρόνια (Ουκρανία), αλλά συνήθως ζουν περισσότερα χρόνια κακής υγείας από ό,τι οι άνδρες στην τρίτη ηλικία. Το μεγαλύτερο προσδόκιμο υγιούς ζωής έχουν η Σιγκαπούρη (74,2 έτη), η Ιαπωνία (73,1) και η Ισπανία (72,1), ενώ το μικρότερο η Κεντρο-Αφρικανική Δημοκρατία (44,8 έτη).
Στην Ελλάδα το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση είναι 83,6 έτη για τις γυναίκες και 78,4 έτη για τους άνδρες (διαφορά 5,2 έτη). Στην ηλικία των 60 ετών μια Ελληνίδα έχει προσδόκιμο άλλων 25,7 ετών ζωής, ενώ ένας άνδρας άλλα 22,1 έτη (διαφορά 3,6 έτη).
Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε κατά 197%, δηλαδή σχεδόν τριπλασιάσθηκε, από 2,6 δισεκατομμύρια το 1950 σε 7,6 δισεκατομμύρια το 2017. Η μέση ετήσια αύξηση του πληθυσμού μεταξύ 2007-2017 ήταν 87,2 εκατομμύρια, έναντι αύξησης 81,5 εκατομμυρίων μεταξύ 1997-2007.
Το 1950 οι ανεπτυγμένες χώρες υψηλού εισοδήματος αποτελούσαν το 24% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά το 2017 μόνο το 14%. Οι χώρες με τον μεγαλύτερο πληθυσμό πέρυσι ήσαν η Κίνα (1,41 δισεκατομμύρια), η Ινδία (1,38 δισεκατομμύρια) και οι ΗΠΑ (324,84 εκατομμύρια).
Την επιστημονική δημοσίευση μπορείτε να τη δείτε εδώ