Η αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας των ΗΠΑ, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα την Παρασκευή, ξεπερνάει κάθε προσδοκία, προμηνύοντας νέα αύξηση επιτοκίων από τη Fed, κατά 25 μονάδες βάσης τον Μάιο.
Αναγκάζει, παράλληλα, τις αγορές να προετοιμάζονται για παράταση της πληθωριστικής κρίσης με ακόμη μεγαλύτερη διείσδυση της ακρίβειας στον πυρήνα της οικονομίας. Την ίδια ώρα, οι οικονομικές προκλήσεις μεγαλώνουν με το κόστος δανεισμού να αυξάνεται και τις χορηγήσεις δανείων να μειώνονται, αυξάνοντας σημαντικά τις πιθανότητες ύφεσης.
Η ανεργία στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη υποχώρησε στο 3,5% τον Μάρτιο, παραμένοντας κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 54 ετών. Κόντρα στην επιδείνωση των συνθηκών και την αβεβαιότητα που πυροδότησε η τραπεζική κρίση, δημιουργήθηκαν 236.000 θέσεις εργασίας κι έτσι η Fed έχει έναν ακόμη λόγο να συνεχίσει τον πιο επιθετικό κύκλο σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από το 1980, που έχει ήδη οδηγήσει υψηλότερα τα επιτόκια κατά 4,75 ποσοστιαίες μονάδες.
Αναλυτές, ωστόσο, προειδοποιούν ότι η αναστάτωση που προκάλεσαν οι τράπεζες θα έχει επιπτώσεις στη ροή του χρήματος και στη ρευστότητα της αγοράς, οι οποίες θέλουν κάποιους μήνες για να φανούν.
Ακόμη και πριν βγουν στην επιφάνεια τα προβλήματα της Silicon Valley Bank, η έρευνα της Fed για τις χορηγήσεις δανείων έδειχνε ότι οι τράπεζες έχουν γίνει πιο επιφυλακτικές. Είναι μία τάση που εκτιμάται ότι θα χειροτερέψει, ασκώντας πιέσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά που χρειάζονται ρευστότητα και ωθώντας σε άνοδο την ανεργία τα επόμενα τρίμηνα.
Στο μεταξύ, ο Τζέιμι Ντάιμον, επικεφαλής της μεγαλύτερης τράπεζας του κόσμου, JPMorgan, δήλωσε ότι η τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ αυξάνει τις πιθανότητες ύφεσης, αλλά καθησύχασε τους επενδυτές, υποστηρίζοντας ότι δεν ζούμε ένα νέο 2008. Θα ήταν παράλογο ο Ντάιμον από τη θέση του να πει ότι θα ζήσουμε μια νέα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά έχει σημασία ότι βλέπει μαύρα σύννεφα στον ορίζοντα και κάνει λόγο για ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, νομισματικής σύσφιξης, επίμονου πληθωρισμού και επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε και ο ΟΠΕΚ+ να ανακοινώσει τη μείωση της παραγωγής και να προσθέσει έναν ακόμη άγνωστο στην ήδη πολύπλοκη και για δυνατούς λύτες εξίσωση των αγορών. Οι αναλυτές της Citi εκτιμούν ότι οι αγορές πετρελαίου για το 2023 εξισορροπούνται με τις περικοπές του ΟΠΕΚ+ (αν εφαρμοστούν πλήρως) και ότι οι τιμές θα διαμορφωθούν εντέλει περίπου 5 δολάρια υψηλότερα από τις εκτιμήσεις που ίσχυαν πριν την ανακοίνωση του ΟΠΕΚ+, στα 79 δολάρια το βαρέλι το WTI και στα 84 δολάρια το Brent. Είναι τιμές όχι μακριά από τις τρέχουσες αλλά σίγουρα μακριά από το επίπεδο των 100 δολαρίων.
Οι υψηλότερες τιμές πετρελαίου φέρνουν και υψηλότερο πληθωρισμό, αν και οι αναλυτές πιστεύουν ότι ο γενικός δείκτης του πληθωρισμού εντέλει δεν θα παρεκκλίνει από την πτωτική του πορεία. Αυτός που θα παραμείνει υψηλότερα για περισσότερο θα είναι ο δομικός πληθωρισμός, με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών να κάνουν λόγο για αύξηση 0,4% σε μηνιαία βάση στις ΗΠΑ τον Μάρτιο και τη Citi να τον τοποθετεί άνω του 5%, τουλάχιστον έως το τέλος του καλοκαιριού στην Ευρώπη.
Αν οι χρηματοδοτικές συνθήκες επιδεινωθούν τόσο που η οικονομία θα κινδυνεύει με ρηχή ύφεση και στασιμοπληθωρισμό στην καλύτερη περίπτωση, η Fed (όπως και η ΕΚΤ) αναμένεται να αλλάξει κατεύθυνση μέσα στο έτος. Ο συνδυασμός υψηλότερου κόστους δανεισμού, μειωμένων χορηγήσεων δανείων, δυσμενούς επιχειρηματικού κλίματος και εξασθένησης της αγοράς κατοικίας, αυξάνει τις πιθανότητες ανώμαλης προσγείωσης των οικονομιών.
Μία εξέλιξη που θα φέρει ταχύτερη πτώση του πληθωρισμού αλλά θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να έχει και άλλες απρόβλεπτες συνέπειες. Σήμερα, πάντως, το κλίμα είναι τέτοιο στις αγορές που δεν αποκλείεται να δούμε μειώσεις επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης στις συνεδριάσεις του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου.
Οι αγορές παρακολουθούν τις εξελίξεις με το βλέμμα κυρίως στραμμένο στους παράγοντες που θα αναγκάσουν τις κεντρικές τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια. Όσοι αναλυτές βλέπουν νέο ράλι στα χρηματιστήρια, υποστηρίζουν ότι θα ξεκινήσει όταν οι επενδυτές δουν στον ορίζοντα ότι έρχονται μειώσεις επιτοκίων, κάτι για το οποίο δεν είναι σίγουροι αυτή τη στιγμή. Αρκεί, βέβαια, να μην τους προλάβει μία οικονομική «καταιγίδα»…