Η πασχαλινή αγορά πυροδότησε τις προηγούμενες ημέρες την πολιτική αντιπαράθεση για τις τιμές προϊόντων και ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, τη στιγμή, μάλιστα, που τα δημοσκοπικά ευρήματα επανέφεραν την ακρίβεια ως το σημαντικότερο πρόβλημα για τους πολίτες.
Οι πληθωριστικές πιέσεις μπορεί να έχουν συγκρατηθεί το τελευταίο διάστημα και η μείωση των τιμών στα καύσιμα να δίνουν «ανάσα» σε καταναλωτές και αρμόδια υπουργεία, η μείωση των λιμενικών τελών κατά 50% να περιορίζει τις ανατιμήσεις στις μεταφορές δια θαλάσσης, στον αντίποδα, ωστόσο, μείζονα ανοιχτά θέματα, όπως το κόστος στέγασης, προκαλούν δυσαρέσκεια στους πολίτες και μόνιμο πονοκέφαλο στο κυβερνητικό επιτελείο.
Για την κυβέρνηση η οικονομία είναι το κρίσιμο μέγεθος που καθορίζει και το πολιτικό κλίμα, γι’ αυτό και η ενίσχυση των εισοδημάτων δεν παρουσιάστηκε όλα τα τελευταία χρόνια – από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης και μετά - μόνο ως κεντρική δέσμευση, αλλά και ως την καταλληλότερη απάντηση στην άνοδο των τιμών. Το Μέγαρο Μαξίμου θα συνεχίσει να προσεγγίζει και να προτάσσει την πορεία της οικονομίας, πάνω σε δύο άξονες. Πρώτον, το θετικό πρόσημο κομβικών δεικτών – από την ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα, έως την ανεργία και το επίπεδο των μισθών - και δεύτερον, τον αντίκτυπο αυτών των δεικτών στα προσωπικά οικονομικά κάθε πολίτη και κάθε νοικοκυριού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συναντώντας τον πρόεδρο του Eurogroup Paschal Donohoe, στο Μέγαρο Μαξίμου, επέμεινε στο γεγονός ότι η Ελλάδα πετυχαίνει συστηματικά ρυθμούς ανάπτυξης που υπερβαίνουν κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, έχει μειώσει την ανεργία και έχει τονώσει την απασχόληση σε προ κρίσης επίπεδα, έχει βελτιώσει τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ, με ταχύτερους ρυθμούς από οποιαδήποτε άλλη χώρα κι έχει αυξήσει την εξωστρέφεια και τις εξαγωγές της, αναβαθμίζοντας παράλληλα το επενδυτικό περιβάλλον. Το ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι με ποιον τρόπο θα επιτευχθεί η σύνδεση αυτών των αποτελεσμάτων με το βιοτικό επίπεδο και τα εισοδήματα των πολιτών. Υπό μία προϋπόθεση, το να παραμείνει η χώρα προσηλωμένη στη δημοσιονομική σταθερότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προτάσσεται ως το μείζον «εργαλείο» προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο απολογισμός για τα περιθώρια, που υπάρχουν, ώστε να μετατραπούν σε περαιτέρω ενισχύσεις και, κυρίως, φοροελαφρύνσεις, θα γίνει τους επόμενους μήνες, ώστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης να εξαγγείλει το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησής του, με προοπτική, πλέον, την κρίσιμη τελευταία χρονιά πριν από τις εθνικές εκλογές στο τέλος της τετραετίας. Η «στοχοπροσήλωση» του Μεγάρου Μαξίμου είναι προς τα μεσαία εισοδήματα, σε ένα εύρος δηλαδή, έως τις 40.000 ευρώ. Στην περαιτέρω μείωση φόρων αυτών των κατηγοριών, θα προσανατολιστεί το κυβερνητικό επιτελείο κατά κύριο λόγο.
Έως τον Σεπτέμβριο, ωστόσο, δεν αποκλείεται να υπάρξουν περαιτέρω στοχευμένες ενέργειες, όπως έγινε για παράδειγμα στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων ή ακόμη και με το επίδομα κώφωσης. Αν υπάρχουν περιθώρια, οι επιμέρους ανακοινώσεις θα συνεχιστούν.
Ο έντονος προβληματισμός στο κυβερνητικό επιτελείο προέρχεται από τη διεθνή συγκυρία. Με το θέμα των αμερικανικών δασμών στον «αέρα» και άπαντες να αναζητούν λύσεις μέσα στις επόμενες 90 ημέρες, η κυβέρνηση αναμένει τις εξελίξεις και την ευρωπαϊκή κοινή θέση που θα διαμορφωθεί. Ωστόσο, η ρευστότητα του διεθνούς περιβάλλοντος αυτήν την ώρα, θέτει σε συναγερμό το οικονομικό επιτελείο, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός εκτιμά ότι η οικονομία της χώρας, με τη σημερινή της εικόνα, μπορεί να ανταπεξέλθει.
Η δέσμευση για αύξηση των εισοδημάτων, μείωση φόρων και εισφορών και ενίσχυση της απασχόλησης, αποτέλεσαν για την κυβέρνηση τους κεντρικούς στόχους της τετραετίας. Έως σήμερα, τα κυβερνητικά στελέχη μιλούν για μείωση περί των 70 φόρων, καθώς και για σημαντική αύξηση τόσο του κατώτατου, όσο και του μέσου μισθού. Βασική δέσμευση, ο κατώτατος μισθός να φθάσει τα 950 ευρώ το 2027 και η μέση αμοιβή τα 1.500 ευρώ, αλλά και η αύξηση απασχόλησης, την ώρα, που τα στοιχεία τοποθετούν την ανεργία στο 8,6%.
Για το Μέγαρο Μαξίμου, η τήρηση αυτών των δεσμεύσεων θα αποτελέσει ένα από τα βασικά κριτήρια, με τα οποία θα ζητήσει να κριθεί από τους πολίτες στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, θέτοντας ως πολιτικό δίλημμα, τη συνέχιση μιας οικονομικής πολιτικής, που παράγει συγκεκριμένα θετικά αποτελέσματα ή την αναζήτηση εναλλακτικής διακυβέρνησης, που ενδεχομένως να θέσει εν αμφιβόλω όσα έχουν επιτευχθεί από το 2019 έως σήμερα.