Δύσκολο να αριθμήσει κανείς τις χρήσεις του μνημείου από το μάρκετινγκ, τη μόδα και τον τουρισμό ώς τη βαθιά προσωπική σχέση που μπορεί να διατηρεί κανείς με ένα σύμβολο όπως η Ακρόπολη. Στην «ποδιά» της απλώνεται μέσα στο χρόνο η Αθήνα και οι γενιές που διαδέχονται η μία την άλλη, συνδέονται στο κοινό βλέμμα που της ρίχνουν, ακόμη κι όταν φιλονικούν για χάρη της (όπως έγινε στις πρόσφατες εργασίες). Ο Ιερός μας Βράχος είναι η πιο άμεση, χαρακτηριστική και παγκοσμίως αναγνωρίσιμη εικόνα που απηχεί τον Ελληνισμό. Και για να το θέσουμε με σύγχρονους εικαστικούς όρους, είναι ένα pop είδωλο με αξία αγέραστη στο χρόνο.
Ο ζωγράφος Γιώργος Χαδούλης ανοίγει τη φετινή εκθεσιακή σεζόν στην γκαλερί «Σκουφά», με ένα αφιέρωμα στο «αιώνιο σύμβολο». Έργα σε χαρτί, μελάνια, κάρβουνα και παστέλ λαδιού αποδίδουν με λιτά μέσα και υπακούοντας κυρίως στους τόνους του μαύρου και του μωβ, μια ενότητα από τοπία που βάζουν την Ακρόπολη στο κάδρο. Ο καλλιτέχνης δεν πρωτοτυπεί, καθώς πολλοί Ευρωπαίοι ομότεχνοί του, την ονειρεύτηκαν ή πραγματοποίησαν το ταξίδι της ζωής τους για να την απαθανατίσουν. Τα τοπία όμως του Χαδούλη έχουν μια φρεσκάδα μοναδική και τα νυχτερινά του παραπέμπουν ιδανικά στο μυθιστόρημα του Σεφέρη, τις «Νύχτες στην Ακρόπολη». Ο σπόρος είχε πέσει ήδη από την προηγούμενη δουλειά του Χαδούλη και τότε είχε εξηγήσει για το πώς θα ήθελε ο κόσμος να δει το μνημείο μέσα στο έργο του.
«Δεν είναι θέμα που επέλεξα ο ίδιος, αλλά μου το ζήτησε ένας φίλος. Αρχικά είχα τους ενδοιασμούς μου γιατί έπεσα σε ένα σύμβολο δυνατό που δεν ήξερα πώς θα γίνει “δικό μου”. Πώς θα έχω μια φρέσκια ματιά επάνω σε αυτό. Γιατί δεν είναι ένα μέρος που απλώς το προσπερνάμε. Είναι ένα πράγμα που μας τυραννάει ως ταυτότητα: τι είναι, τι δεν είναι, είναι δικό μας, δεν είναι, πόσο δικό μας; Ζώντας στην Αθήνα, η ιστορία είναι παρούσα. Δεν είναι ένας τόπος καινούργιος. Ζώντας με τα θραύσματα, ζούμε με το παρελθόν, το κουβαλάμε, το πολεμάμε, το χρησιμοποιούμε και κρυβόμαστε πίσω από αυτό, είναι όλα αυτά τα πράγματα μαζί. Κι αυτό το βάρος της ιστορίας σε σχέση με την ταυτότητα του ανθρώπου που μεγαλώνει εδώ, παίζει ρόλο. Το ζήτημα, όμως, για μένα είναι να μπορέσει ο άλλος να το δει με ένα νέο βλέμμα για να μπορέσει να λειτουργήσει. Δεν είμαι φιλόσοφος, ούτε φιλόλογος. Αυτή είναι η αξία της ζωγραφικής. Να το δει με φρέσκα μάτια, σα να το βλέπει για πρώτη φορά».
Στην έκθεση ισότιμο βάρος με τις «Ακροπόλεις» έχει και η θαυμάσια κεραμική δουλειά του Χαδούλη, εμπνευσμένη από τη φύση, τη μυθολογία, και τις ανθρώπινες μορφές. Τα μοναδικής ομορφιάς κεραμικά του βγάζουν το έργο του από την επιφάνεια και το πραγματώνουν ως μέρος του χώρου, το μετατρέπουν σε αντικείμενο. Ο Χαδούλης είναι από τους λιγοστούς δημιουργούς που συνδέονται με τους παλιούς μαστόρους στην εφαρμοσμένη τέχνη. Τα κεραμικά του, όχι μόνο δεν υστερούν από τους πίνακες σε αισθητική αξία, αλλά δείχνουν και την τεχνική δεξιότητα. Εξηγεί ο ίδιος για αυτήν την ενότητα.
«Το κεραμικό βάζο είναι ένα πρόσφορο, δέχεται λουλούδια, μπορείς να το περιεργαστείς, να το πιάσεις ψηλαφητά, να το αγκαλιάσεις. Η αίσθηση της αφής είναι σημαντική. Κι ο πηλός είναι κομμάτι της γης και με ένα τρόπο συνδέεσαι με την ιστορία και μάλιστα από τις ρίζες της. Ένα απλό σκεύος σε συνδέει με αρχέγονα πράγματα. Κι εμένα με γοητεύει που ζωγραφίζω επάνω στο χώμα, στη γη, κι απορροφάται αυτό το πράγμα και γίνεται ένα σώμα. Οι άνθρωποι, νομίζω, συνδεόμαστε με αυτά έντονα. Άλλωστε, κι εμείς από που ερχόμαστε και που καταλήγουμε;
Οι φόρμες που χρησιμοποιώ είναι αρκετά μεγάλες ώστε να μπορώ αναπτυχθώ ζωγραφικά, γιατί δεν είμαι αγγειοπλάστης. Το αντιλαμβάνομαι με καθαρά ζωγραφικούς όρους καθώς είναι μια ζωγραφική επιφάνεια για μένα. Πώς μπορώ δηλαδή σε μια άλλη επιφάνεια που είναι χώμα, να ζωγραφίσω; Δεν είναι προσχέδια, ούτε υποδέεστερα, αλλά ένας άλλος τρόπος να ζωγραφίζω με μια οικονομία μέσων.
Το θεωρώ επίσης τρομερά ενδιαφέρον ότι επάνω εκεί κάνεις υψηλή τέχνη ενώ θεωρείται πια “low art”. Εκεί καταλαβαίνεις, ειδικά στις μέρες μας που υπάρχει προβληματισμός για το τί είναι και τι δεν είναι τέχνη, πως το κοινό γίνεται πιο ανοιχτό, πιο “ακομπλεξάριστο”. Άλλωστε, η σχέση που επιθυμώ να έχουν οι άνθρωποι με το έργο, είναι αυτό “το κατευθείαν πράγμα”. Και το βλέπεις πως όταν τους αρέσει κάτι, έρχονται σε μία απτική επαφή, χωρίς να το σκεφτούν. Με αυτόν τον τρόπο ξεμπλοκάρει και η σκέψη που συχνά έχει αγκυλώσεις, στερεότυπα. Όταν το πιάσεις στο χέρι σου, το βλέπεις με φρέσκο μάτι».
Η έκθεση με τίτλο «Acropolis Now» εγκαινιάζεται την Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 16 Οκτωβρίου στην γκαλερί Σκουφά (πλ. Κολωνακίου, Σκουφά 4). Ώρες λειτουργίας: Δευτ - Τετ: 10:00-16:00, Τρ & Πεμ: 10:00-21:00, Παρ: 10:00-20:00, Σαβ: 10:30-15:30