H συμπεριφορά των ευρωπαϊκών αγορών κατά τη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας, γέννησε μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με τις αντοχές και τη δυναμική τους. Η ζήτηση για μετοχές ειδικά στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί. Αφού η ανησυχία για την έκβαση της εκεχειρίας στο Ουκρανικό μέτωπο και για τις αμερικανικές παλινωδίες σχετικά με την επιβολή δασμών πάνω στα ευρωπαϊκά προϊόντα που πωλούνται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ωκεανού, παραμένει διάχυτη τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.
Αρκετοί αναλυτές, εμφάνιζαν ως καταλυτικό το γεγονός της ανακοίνωσης του προγράμματος 800 δισ. ευρώ στον τομέα των αμυντικών δαπανών, που η αλήθεια είναι ότι έχει δώσει σημαντική ώθηση στις μετοχές της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Με την ίδια λογική οι χρηματιστηριακοί αναλυτές ανέμεναν περαιτέρω άνοδο, μετά την ανακοίνωση και του νέου σχεδίου του νικητή των γερμανικών εκλογών Φρίντριχ Μερτς, που συνολικά μπορεί και να ξεπεράσει και τα 500 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας.
Το πακέτο μέτρων που συμφωνήθηκε ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες έχει ιστορική σημασία. Καθώς αλλάζει όχι μόνο σελίδα, αλλά κεφάλαιο, ίσως και τόμο στην οικονομική και δημοσιονομική ιστορία της Γερμανίας. Αφού αμφισβητείται πλέον ανοικτά ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής λοκομοτίβας της Ευρώπης. Αμφισβητείται και όπως φαίνεται ξεπερνιέται η άρνηση αύξησης του γερμανικού δανεισμού που είναι γνωστή και ως «φρένο χρέους».
Η εφαρμογή της δημοσιονομικής επέκτασης, ενθουσίασε προς στιγμήν τις μετοχές των κλάδων που θα συμμετάσχουν στην εκ νέου ανάπτυξη των γερμανικών υποδομών. Οι υποδομές παραμένουν στα προ 15ετίας επίπεδα.
Ωστόσο, το ερώτημα μεταφέρεται σε αυτούς που θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν το συνολικό πρόγραμμα των επενδύσεων, των αμυντικών δαπανών και των μεταρρυθμίσεων που μπορεί να πλησιάσει το 1 τρισ. ευρώ. Ποιοι θα χρηματοδοτήσουν το πρόγραμμα; Προφανώς, σε πρώτη φάση οι αγοραστές των νέων ομολόγων που θα εκδώσει το γερμανικό Δημόσιο. Και σε δεύτερη φάση οι Γερμανοί φορολογούμενοι που θα πρέπει να εξυπηρετούν και να αποπληρώνουν τις ομολογιακές εκδόσεις.
Και εδώ είναι που μπλέκει το σκηνικό. Διότι βρισκόμαστε σε ένα οικονομικό περιβάλλον στο οποίο η Γερμανική οικονομία φλερτάρει με την ύφεση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μειώνει τα επιτόκια δανεισμού και η Γερμανία καλείται να προσελκύσει νέους επενδυτές για την έκδοση του νέου χρέους της.
Δεν βρισκόμαστε πίσω στο 1990. Όταν εκείνο το sell off στα γερμανικά ομόλογα, που είχε ακολουθήσει την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, διέθετε και κάποια σημάδια αισιοδοξίας. Αφού θα ακολουθούσε και η συνένωση των δυο Γερμανιών και τα πράγματα θα άλλαζαν σε όλη την Ευρώπη.
Σήμερα βρισκόμαστε στο 2025. Με όλα τα μέτωπα ανοικτά. Με τη γεωπολιτική αστάθεια να είναι πανταχού παρούσα, με την άρση της υποστήριξης των ΗΠΑ προς την Ουκρανία να βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα, με τους αμερικανικούς δασμούς να κινούνται σαν λαιμητόμος πάνω από τις αγορές, την ανάπτυξη να απειλείται και τον πληθωρισμό και μην κοπάζει. Επομένως, η αναμενόμενη αύξηση του γερμανικού δημοσιονομικού ελλείμματος τουλάχιστον στο 3,50% κατά τη χρονική περίοδο 2025-2026, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Capital Economics, μέσα σε αυτό το πολυσύνθετο περιβάλλον στο οποίο δεν μένει τίποτα σταθερό, δεν μπορεί να δημιουργεί συναισθήματα αισιοδοξίας και επενδυτικής ασφάλειας.
Το έντονο sell off των γερμανικών ομολόγων που γρήγορα επεκτάθηκε, και στα ομόλογα της Ευρωζώνης και της Ιαπωνίας είναι η απάντηση στο ερώτημα του «ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό, με ποιους επιτοκιακούς όρους και ποιο ρίσκο».
Η απάντηση που έδωσε ο εν αναμονή Γερμανός καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, «we will do whatever it takes», δηλαδή ότι θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί, δεν ικανοποίησε και δεν καθησύχασε τις αγορές ομολόγων για ένα βασικό λόγο. Ο οποίος είναι ότι η συγκεκριμένη έκφραση είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά από τον Μάριο Ντράγκι το 2012 κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης του ευρώ. Τότε η παρέμβαση Ντράγκι είχε επιφέρει ένα αίσθημα σιγουριάς και ανακούφισης στις αγορές, στην προσπάθεια διάσωσης του ευρώ. Η επανάληψη της συγκεκριμένης ρήσης μετά από δεκατρία έτη, ακούγεται περισσότερο ως προειδοποίηση και ως συναγερμός.