Η κυβέρνηση αναζητά τρόπους να επιλύσει την περίπλοκη και πολυπαραμετρική εξίσωση της ραγδαίας αύξησης των τιμών σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες. Μιας αύξησης, που οφείλεται σε μια ολόκληρη ακολουθία εξωγενών προς την ελληνική οικονομία, παραγόντων. Η ελληνική κυβέρνηση, έχει επιτύχει μέσα στην περασμένη διετία να κρατήσει όρθια την κοινωνία εν μέσω της υγειονομικής καταιγίδας και να οδηγήσει την οικονομία μέσα στο 2021, σε πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης. Ωστόσο, η σημερινή πληθωριστική κρίση, χρήζει άμεσης αντιμετώπισης, καθώς οι καρποί της ανάπτυξης θέλουν χρόνο για να διαχυθούν σε όλη την κοινωνία.
Ήδη οι αυξήσεις στην τιμή του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, έχουν αγγίξει κάθε νοικοκυριό και κάθε παραγωγική μονάδα, οι αυξήσεις στις τιμές μιας σειράς πρώτων υλών έχουν πλήξει το κόστος της βιομηχανικής παραγωγής και της κατασκευαστικής δραστηριότητας, οι τιμές των λιπασμάτων καθώς και δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες έχουν ανατρέψει την ισορροπία στις τιμές των αγροτικών προϊόντων και οι καταναλωτές με αγωνία περιμένουν τις αλλαγές τιμών στα ράφια των supermarkets.
Οπότε ήδη έχουν αρχίσει οι σχεδιασμοί επί χάρτου, οι ασκήσεις ισορροπίας σε ακροβατικό σκοινί, καθώς και οι συνδυασμοί ανάμεσα σε όλες τις διαθέσιμες εναλλακτικές.
Μια ιδέα που είχε πέσει στο τραπέζι είναι αυτή της μείωσης των συντελεστών του ΦΠΑ και των τελών, που συνοδεύουν μια σειρά από παρεχόμενες υπηρεσίες. Μια άλλη ιδέα ήταν η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ σε ορισμένα μόνο είδη πρώτης ανάγκης. Ωστόσο, και τα δυο αυτά μέτρα, τέθηκαν εκτός πακέτου, λόγω του υψηλού δημοσιονομικού κόστους και του «οριζόντιου» χαρακτήρα τους και της αμφιβολίας, ότι αυτό μπορεί να μην οδηγούσε τελικά σε μείωση της τελικής τιμής των προϊόντων.
Μια άλλη ιδέα είναι αυτή της συμφωνίας με τις ενεργειακές εταιρείες να απορροφήσουν όσο είναι δυνατόν το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων. Όμως και αυτό μπορεί να είναι προβληματικό, διότι πιθανά να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα εταιρειών, που βρίσκονται εν μέσω ενός επενδυτικού οργασμού στα πλαίσια της ενεργειακής μετάβασης. Και όπως είχε αναφερθεί στο χθεσινό άρθρο «Θα παρουσιάσουν προβλήματα ρευστότητας οι ενεργειακές εταιρείες;», είναι ορατός ο κίνδυνος της δημιουργίας μιας μαύρης τρύπας στα οικονομικά των ενεργειακών εταιρειών, σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μια άλλη ιδέα είναι αυτή της συμφωνίας με τις αλυσίδες των supermarkets, να μη αυξήσουν τις τιμές τους. Και αυτό ενώ ακούγεται όμορφο στα αυτιά των καταναλωτών, είναι δύσκολα επιτεύξιμο. Ήδη οι παραγωγοί / προμηθευτές των supermarkets, έχουν ανεβάσει τις τιμές των προϊόντων τους, λόγω του αυξημένου κοστολογίου. Και μπορεί όλοι να νομίζουμε ότι ο συνολικός τζίρος των περίπου 12 δισ. ευρώ που είχαν καταγράψει οι μεγαλύτερες αλυσίδες supermarkets μέσα στο 2020, οδηγεί σε δυσθεώρητα κέρδη, όμως δεν είναι έτσι. Τα τελικά καθαρά κέρδη των supermarkets κινούνται σε επίπεδα πέριξ του 1,5%.
Μετά από την απογείωση των τιμών της ενέργειας, τη μετακύλιση του μεταφορικού κόστους στο κόστος των εισαγόμενων προϊόντων, τις εγχώριες αυξήσεις σε μια σειρά από αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, τα πράγματα θα γίνουν δύσκολα για τα supermarkets, αν κληθούν να σηκώσουν περαιτέρω βάρος. Και μιλάμε για ένα κλάδο που απασχολεί 80 χιλιάδες εργαζόμενους, που έχει αρκετά μοχλευμένους ισολογισμούς, που καταβάλει σημαντικά ενοίκια και στηρίζει εκατοντάδες μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αντίστοιχες έμμεσες θέσεις απασχόλησης.
Θα μπορέσουν οι προμηθευτές των supermarkets να κρατήσουν τις τιμές τους χαμηλά; Δύσκολο. Ήδη από το καλοκαίρι έχουν αυξηθεί για παράδειγμα οι ζωοτροφές από 30% έως 50%. Οι τιμές του κρέατος πάνω από 15%. Οι τιμές του ελαιολάδου έχουν αυξηθεί κατά 18%.Το κόστος της παραγωγής και συσκευασίας οσπρίων και ρυζιού κατά 10%. Το ενεργειακό κόστος των θαλάμων συντήρησης και ψύξης έχει αυξηθεί πάνω από 100%. Τα υλικά συσκευασίας ειδών διατροφής έχουν κινηθεί ανοδικά αππο 50% έως και 100%.
Ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων, για τη διεκδίκηση ενός μεγαλύτερου τμήματος της αγοράς, ίσως και να φανεί πιο αποτελεσματικός, αν και εφ' όσον η Επιτροπή Ανταγωνισμού κυνηγήσει κλάδους, στους οποίους γίνεται πάρτι εναρμονισμένων πρακτικών.
Στο τραπέζι έχει πέσει επίσης η ιδέα της ταχύτερης έλευσης της δεύτερης προγραμματισμένης αύξησης του κατώτατου μισθού, που θα συμπαρασύρει με αυξήσεις όλο το «μισθολογικό σύστημα». Όμως κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό, διότι οι αυξήσεις των μισθών αποτελούν αποτέλεσμα της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και όχι εργαλείο κοινωνικής στήριξης.
Υπάρχουν βέβαια και άλλα θέματα που δεν απασχολούν άμεσα τους καταναλωτές, αλλά έχουν και αυτά τη βαρύτητα τους. Όπως είναι η επιβάρυνση των κοστολογίων και των προϋπολογισμών των μεγάλων δημοσίων έργων, που κατασκευάζονται από ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρείες, καθώς και οι νέες ρυθμίσεις των φορολογικών και τραπεζικών υποχρεώσεων.
Θα πρέπει να γνωρίζουμε καλά, ότι όποια δέσμη μέτρων και να επιλεγεί για τη συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων και για την ενίσχυση των πολιτών θα τα βρούμε μπροστά μας σύντομα σαν φορολογούμενοι. Διότι όποιες ρυθμίσεις γίνουν εκ νέου σε δάνεια, όσες αναβολές δοθούν σε φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, όσα μέτρα και να υιοθετηθούν, θα μας περιμένουν στην επόμενη γωνία. Θα μας κοιτούν επίμονα και θα ζητούν να αποπληρωθούν.
Παράλληλα, όσες περαιτέρω στρεβλώσεις υπάρξουν στην αγορά, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι θα δυσκολέψουν το δρόμο της ανάπτυξης, το δρόμο της απασχόλησης και τον δρόμο δημιουργίας μιας οικονομίας με λιγότερους κραδασμούς.