Οι μετοχικές αγορές σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη συνεχίζουν να κινούνται «ανήσυχα» αυτή την εβδομάδα, εν μέσω των εκτιμήσεων για περαιτέρω αποφασιστικές κινήσεις σύσφιξης της ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, ενώ ο κλάδος της τεχνολογίας εμφανίζει μεγάλο προβληματισμό μετά την επιβολή νέων περιορισμών από τις ΗΠΑ στις εξαγωγές τεχνολογίας στην Κίνα.
Ανησυχία έδειξαν και τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της Fed στις 20-21 Σεπτεμβρίου, τα οποία δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά οι αξιωματούχοι της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ «αιφνιδιάστηκαν» από την επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων, γι’αυτό και οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι θα χρειαστεί να αυξήσουν τα επιτόκια σε ένα πιο περιοριστικό επίπεδο και στη συνέχεια να τα διατηρήσουν εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, προκειμένου να περιοριστεί ο πληθωρισμός.
Το πιο ενδεικτικό όμως του κλίματος της προηγούμενης συνεδρίασης της Fed ήταν ότι πολλοί αξιωματούχοι τόνισαν ότι «το κόστος να ληφθούν υποδεέστερα μέτρα για τη μείωση του πληθωρισμού πιθανότατα υπερβαίνει το κόστος από τη λήψη υπερβολικών μέτρων».
Τουτέστιν, είναι προτιμότερο τα επιτόκια να αυξηθούν περισσότερο από ό,τι πρέπει, παρά λιγότερο.
Συνδυάζοντας αυτή την παράμετρο με τη δέσμευση του Τζέρομ Πάουελ ότι «θα συνεχίσουμε μέχρι να είμαστε σίγουροι ότι η δουλειά έχει τελειώσει», καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το γκάζι της αύξησης των επιτοκίων θα παραμείνει πατημένο και το «ζωνάρι θα σφίξει και άλλο».
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, δεν χρειάζονταν τα πρακτικά της Fed για να καταλήξουμε σε αυτό το συμπέρασμα, καθώς τις τελευταίες εβδομάδες ο Πάουελ σε κάθε ευκαιρία τονίζει ότι « χωρίς σταθερότητα τιμών δεν μπορούμε να έχουμε ισχυρή οικονομία ή ισχυρή αγορά εργασίας», προϊδεάζοντας για την αναγκαιότητα μιας περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων.
Αλλά και άλλοι αξιωματούχοι της Fed, όπως και της ΕΚΤ άλλωστε, τις τελευταίες ημέρες τονίζουν την αποφασιστική στάση τους όσον αφορά την προτεραιότητα καταπολέμησης του πληθωρισμού. Για παράδειγμα η Mester της Fed ανέφερε αυτή την εβδομάδα ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος σχετίζεται με την ανεπαρκή αύξηση των επιτοκίων και ο Lane της ΕΚΤ δήλωσε ότι η Διοικητική Επιτροπή γνωρίζει καλά ότι πρέπει να γίνουν περαιτέρω κινήσεις σε αρκετές συναντήσεις ακόμα.
Έχουμε δρόμο λοιπόν μπροστά μας.
Οι επενδυτές βέβαια από την πλευρά τους ανησυχούν ότι οι ολοένα και αυστηρότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες στεγνώνουν τη ρευστότητα και θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και σε χρηματοπιστωτικό ατύχημα.
Δεδομένου ότι η δημοσιοποίηση των πρακτικών έδειξε ότι αυτός ο προβληματισμός υπάρχει και στους κόλπους της Fed, ορισμένοι traders εξέλαβαν τις εκτιμήσεις της Fed ως ένα σήμα, ότι, εάν υπάρξει μεγαλύτερη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές,θα μπορούσε να φρενάρει τις επιθετικές αυξήσεις. (σ.σ: Όσοι υιοθετούν αυτή την άποψη στηρίζονται στο γεγονός ότι αρκετοί αξιωματούχοι της Fed δήλωσαν ότι είναι σημαντικό να επαναπροσδιοριστεί ο ρυθμός περαιτέρω σύσφιξης της πολιτικής με στόχο να μετριαστεί ο κίνδυνος σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων στο οικονομικό outlook).
Πιστεύουμε όμως ότι η πρώτη προσέγγιση που περιγράψαμε πιο πάνω, είναι η πιο λογική και συναύδει περισσότερο με το κλίμα που περιέγραψαν τα πρακτικά. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείουμε στις αρχές Νοεμβρίου να έχουμε μια αύξηση επιτοκίων παρόμοιου μεγέθους με εκείνη του Σεπτεμβρίου.
Οι αγορές όμως αυτή την εβδομάδα δεν αναζητούν κατεύθυνση μόνο από την πορεία των επιτοκίων.
To βρετανικό σίριαλ
Μετά τις προσδοκίες που είχε προκαλέσει ένα δημοσίευμα των Financial Times ότι ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας –εφεξής BOE -είχε ενημερώσει σε ιδιωτικές επαφές τις τράπεζες πως το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ενδεχομένως θα συνεχιστεί για άλλη μια εβδομάδα, εν τέλει επιβεβαιώθηκε o τερματισμός του προγράμματος στο τέλος αυτής της εβδομάδας, όπως αρχικά είχε προγραμματιστεί.
Παρά τις εκκλήσεις συνταξιοδοτικών ταμείων για επέκταση του προγράμματος αγορών ομολόγων, ο διοικητής της τράπεζας, Andrew Bailey κάλεσε τους επενδυτές να ολοκληρώσουν σύντομα την εκκαθάριση θέσεων που δεν μπορούν να διατηρήσουν.
Μετά την επιβεβαίωση αυτή, τα βρετανικά ομόλογα υποχώρησαν εκ νέου, με την απόδοση του δεκαετούς να φτάνει το 4,47%, πλησιάζοντας το υψηλότερο επίπεδο από το 2008, ενώ η ανακοίνωση της ΒΟΕ την Τρίτη όσον αφορά την σημαντική αναπροσαρμογή του δημόσιου χρέους του Ηνωμένου Βασιλείου στην αρχή της εβδομάδας, κάθε άλλο παρά δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας.
Όπως χαρακτηριστικά ανεφέρθη «Η δυσλειτουργία σε αυτήν την αγορά και οι προοπτικές ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του Ηνωμένου Βασιλείου». Με αυτόν τον τρόπο η ΒΟΕ δικαιολόγησε τη διεύρυνση του εύρους των αγορών κρατικών ομολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου έστω για τέσσερις ημέρες, από τις 11 έως τις 14 Οκτωβρίου, σε μια νέα προσπάθεια να ηρεμήσει τις αγορές και να προστατεύσει τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Δεδομένου όμως ότι το πρόγραμμα λήγει εν τέλει την Παρασκευή, ο διοικητής της ΒΟΕ συνέστισε στα ταμεία και τους διαχειριστές κεφαλαίων να κάνουν εξισορροπητικές κινήσεις άμεσα.
Ένα ακόμη επιβαρυντικό στοιχείο για την βρετανική αγορά ήταν τα στοιχεία για την ανεργία, η οποία υποχώρησε στο χαμηλότερο της επίπεδο από το 1974 στο 3,5%, αυξάνοντας τις πληθωριστικές προσδοκίες.
Η επιδείνωση των προοπτικών παγκοσμίως
Ο πόλεμος της Ουκρανίας και η πρόσφατη κλιμάκωση του, τα συνεχιζόμενα χτυπήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες που συντηρούν τον πληθωρισμό, ο οποίος με τη σειρά του συντηρεί την περιοριστική πολιτική των κεντρικών τραπεζών και η μεγάλη επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας, είναι λογικό να ωθούν ολοένα και περισσότερους φορείς της αγοράς σε καθοδικές επανεκτιμήσεις των παγκόσμιων προοπτικών ανάπτυξης.
Αυτή την εβδομάδα, η έκθεση World Economic Outlook του ΔΝΤ ήταν άλλη μια από αυτές τις επανεκτιμήσεις, στην οποία να επισημάνουμε ότι πέραν των εκτιμήσεων ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί από 6% το 2021 σε 3,2% το 2022 και 2,7% το 2023, επισημάνθηκε με έμφαση ότι έχει αυξηθεί ο κίνδυνος λάθους στη νομισματική πολιτική και ότι οι αγορές δείχνουν σημάδια πίεσης.
Η τρύπα της Credit Suisse και ...όχι μόνο
Πέριξ των 8 δις φράγκων υπολογίζεται το κεφαλαιακό «κενό» της Credit Suisse σε βάθος διετίας, σύμφωνα με τη νέα ανάλυση της Goldman Sachs για την προβληματική τράπεζα της Ελβετίας.
Πιο συγκεκριμένα, η υπάρχουσα «τρύπα» ανέρχεται σε τουλάχιστον 4 δισ. ελβετικά φράγκα, με το εν λόγω ποσό να διευρύνεται κατά ακόμη 4 δισ. έως το 2024, εξαιτίας των δαπανών αναδιάρθρωσης του Ομίλου.
Το ερώτημα του ενός εκατ. φράγκων όμως είναι κατά πόσο θα εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση για αυτή την αναδιάρθρωση και με τι κόστος φυσικά.
Την ίδια στιγμή, οι φωνές των αναλυτών που φοβούνται για «χρηματοοικονομικά ατυχήματα» όσο «κατεβαίνουν» τα νερά της πλημμυρίδας της ρευστότητας, αυξάνονται και πληθύνονται...
Οι συνέπειες του ρωσοουκρανικού πολέμου «αγκαλιάζουν» όλον τον πλανήτη
Ένας πόλεμος στην καρδιά του σιτοβολώνα της Ευρώπης δεν μπορεί παρά να μας αφορά όλους. Παρά το πρόγραμμα του ΟΗΕ για τη διευκόλυνση των εξαγωγών από την Ουκρανία και την αποτροπή επισιτιστικής κρίσης, εντούτοις περίπου 120 φορτηγά πλοία γεμάτα ουκρανικό σιτάρι βρίσκονται σε αναμονή στη θάλασσα του Μαρμαρά, λόγω μεγάλων ελλείψεων σε επιθεωρητές.
Σύμφωνα με τον ναυλομεσιτικό οίκο Xclusiv Shipbrokers, οι χρόνοι αναμονής των πλοίων για να αποπλεύσουν από ή προς τα ουκρανικά λιμάνια, έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί από τις 5 μέρες που συνήθως απαιτούνταν στις 10 και 15 μέρες, καθώς η Ρωσία είναι απρόθυμη να στείλει πρόσθετους επιθεωρητές για να βοηθήσει στην εξομάλυνση της καθυστέρησης, αυξάνοντας την ένταση με τις ουκρανικές αρχές.
Υπενθυμίζουμε δε ότι η εμπορική συμφωνία για τη διακίνηση των σιτηρών που έχει γίνει με τη διαμεσολάβηση του ΟΗΕ, κάθε 120 ημέρες πρέπει να ανανεώνεται και η πρώτη ανανέωση θα πραγματοποιηθεί στις 19 Νοεμβρίου, όταν οι ουκρανικές και οι ρωσικές αρχές αναμένεται να ξεκινήσουν έναν νέο αλλά δύσκολο γύρο διαπραγματεύσεων.
Δυστυχώς όμως η διακίνηση των σιτηρών είναι το μικρότερο πρόβλημα, σε σχέση με το γεγονός ότι ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας κλιμακώνεται ολοένα και περισσότερο.
Δύο πυρηνικές δυνάμεις να παραμένουν σε τροχιά σύγκρουσης χωρίς εμφανή διέξοδο μοιάζει με δαμόκλειο σπάθη πάνω από όλους μας.
Όπως χαρακτηριστικά έγραψε πρόσφατα στους New York Times ο συγγραφέας του «Ένα λεπτό μέχρι τα μεσάνυχτα: Κένεντι, Χρουστσόφ και Κάστρο στο χείλος του πυρηνικού πολέμου», Michael Dobbs : «Εδώ και έξι δεκαετίες, η κρίση των πυραύλων της Κούβας θεωρείται ως η πιο κρίσιμη στιγμή αντιπαράθεσης στη σύγχρονη εποχή, καθώς ο πλανήτης βρέθηκε στο κατώφλι του πυρηνικού αφανισμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ενέχει κινδύνους τουλάχιστον ανάλογου μεγέθους, ιδιαίτερα τώρα που ο Βλαντίμιρ Πούτιν βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο μετά την ανακήρυξη μεγάλων τμημάτων της γειτονικής Ουκρανίας ως «παντοτινά» εδάφη της Ρωσίας».
Η αλήθεια είναι ότι με τον Ρώσο ηγέτη να μιλά για «αποκάλυψη» και να δηλώνει στη Δύση ότι « αν θα βρεθούμε όλοι στην κόλαση, εξαρτάται από σας» κανείς στον πλανήτη δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος.
Συμπερασματικά, πέραν του αυξημένου κόστους χρηματοδότησης το οποίο όπως παραδέχθηκε και η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα «αρχίζει πραγματικά να δαγκώνει» , η επενδυτική κοινότητα προσπαθεί να «ζυγίσει» τις εκτιμήσεις ότι περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας θα δει τουλάχιστον δύο διαδοχικά τρίμηνα συρρίκνωσης φέτος και το επόμενο έτος, ενώ μέχρι το 2026 θα έχουν χαθεί 4 τρισεκατομμύρια δολάρια από την παγκόσμια παραγωγή. Επιπλέον η κλιμάκωση του πολέμου γεννά νέες αγωνίες που ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια των χρηματοοικονομικών ανησυχιών!
Θα μπορέσουν από αύριο τα νέα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ και η έναρξη της των ανακοινώσεων των εταιρικών κερδών του τρίτου τριμήνου να αμβλύνουν έστω για λίγο το επενδυτικό συναίσθημα ανοίγοντας ένα νέο «παράθυρο» ανάπαυλας στο καθοδικό κανάλι των αγορών;
Όσον αφορά τα εταιρικά αποτελέσματα πάντως, οι αναλυτές των Goldman Sachs και Morgan Stanley, προειδοποίησαν ότι οι εταιρείες βρίσκονται ενόψει μιας δύσκολης περιόδου ανακοίνωσης αποτελεσμάτων, καθώς εντείνονται οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι όπως η επιβράδυνση της ζήτησης και τα αυξανόμενα κόστη.
Το στοίχημα όμως είναι αν όλα αυτά θα έχουν επιβαρύνει το τρίτο ή το τέταρτο τρίμηνο του 2022.
Βλέπετε το καλοκαίρι είχαμε μια υποχώρηση των τιμών ενέργειας και επιπλέον η διάθεση για κατανάλωση ήταν αυξημένη, δεδομένου ότι ήταν το πρώτο καλοκαίρι μετά από δύο χρόνια χωρίς περιοριστικά μέτρα για την Covid-19.
Δείτε για παράδειγμα τα αποτελέσματα της PepsiCo. Ο γίγαντας ποτών και σνακ ανακοίνωσε τριμηνιαία κέρδη που ξεπέρασαν τις προσδοκίες των αναλυτών. Τα κέρδη ανά μετοχή ήταν στα 1,97 δολάρια, ξεπερνώντας την πρόβλεψη της Refinitiv για 1,84 δολάρια ανά μετοχή.
Αναμένουμε στο ακουστικό μας λοιπόν.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.