Εχθρός του ακριβού το ακριβότερο και του φθηνού το φθηνότερο
Shutterstock
Shutterstock
Nvidia - Nestlé

Εχθρός του ακριβού το ακριβότερο και του φθηνού το φθηνότερο

Λίγο πριν τον τελευταίο μήνα του πρώτου εξαμήνου της φετινής χρονιάς και με αρκετούς διεθνείς δείκτες να έχουν σημειώσει πρόσφατα ιστορικά υψηλά, οι επενδυτές είναι φορτισμένοι λόγω της πιθανότητας μιας έστω τεχνικής διόρθωσης-αρκετοί δείκτες φλερτάρουν για άλλη μια φορά επικίνδυνα με τη στήριξη του μέσου κινητού όρου των 50 ημερών- εν μέσω της αναμονής των στοιχείων για τον πληθωρισμό την Παρασκευή στις ΗΠΑ, αλλά και των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής την επόμενη εβδομάδα από την ΕΚΤ.

Με την περίοδο ανακοινώσεων εταιρικής κερδοφορίας πρώτου τριμήνου να ολοκληρώνεται άλλωστε, πολλοί επενδυτές προχωρούν σε αναδιαρθρώσεις των χαρτοφυλάκιων τους.

Ένας βασικός λοιπόν προβληματισμός αυτής της αναδιάρθρωσης είναι ο εξής: Πουλάμε ότι έχει «τρέξει» και αγοράζουμε τίτλους που έχουν «μείνει πίσω»;

Αν και οι περισσότεροι αυθόρμητα σπεύδουν να εφαρμόσουν αυτή την τακτική, εντούτοις δεν αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές μια ορθολογική απόφαση.

Ας δώσουμε ένα τρανταχτό παράδειγμα με δύο πασίγνωστους τίτλους σε δύο εκ των πιο αγαπημένων κλάδων των επενδυτών: Aς υποθέσουμε ότι ένας επενδυτής είχε αγοράσει Νvidia στις αρχές του 2023 στα 150 δολάρια.

Στη λήξη του πρώτου εξαμήνου του 2023 οι μετοχές ήταν πέριξ των 400 δολαρίων. Θα ήταν ορθολογική η απόφαση να τις πουλήσει και να αγοράσει τον τίτλο της Nestlé για παράδειγμα, πέριξ των 107 ελβετικών φράγκων και μετά από μια διόρθωση 15,7% από τα υψηλά του 2022;

Στο τέλος του έτους η απόφαση αυτή θα αποδεικνυόταν λάθος, με την Νvidia να ολοκληρώνει το έτος στα 495 δολάρια και τη Nestlé στα 97,5 ελβετικά φράγκα.

Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι την επίμαχη απόφαση της αλλαγής την έπαιρνε ο επενδυτής του παραδείγματος μας στις αρχές του 2024, με τις σημερινές τιμές θα αποδεικνυόταν ακόμα πιο άστοχη, καθώς η Nvidia είναι στα 1148 δολάρια(!) και η Nestlé στα 90,50 ελβετικά φράγκα, με τις δύο φιγούρες της ισοτιμίας να μην αρκούν για να καλύψουν τις ζημιές.

Από το παραπάνω παράδειγμα γίνεται κατανοητό ότι οι επενδυτικές αποφάσεις δεν πρέπει να γίνονται στο «πόδι» και με την κουλτούρα «πουλάω άκριτα ότι έχει τρέξει και αγοράζω ότι έχει μείνει πίσω», καθώς πολλές φορές «ο εχθρός του φθηνού είναι το φθηνότερο και ο εχθρός του ακριβού είναι το ακριβότερο».

Σε απλά ελληνικά, οι αποφάσεις αναδιάρθρωσης του εκάστοτε χαρτοφυλακίου πρέπει να γίνονται με γνώμονα αν ο ισολογισμός της εταιρείας σε συνδυασμό με τους ρυθμούς ανάπτυξης της δικαιολογούν την τρέχουσα κεφαλαιοποίηση και θέτουν υγιείς βάσεις για την αύξηση της αποτίμησης της στο μέλλον. Εν ολίγοις, αυτό που κάνει ακριβή ή φθηνή μια εταιρεία δεν είναι πάντα το ράλι ή η πτώση στα χρηματιστηριακά ταμπλό.

NVIDIA: Όταν το «ακριβό» γίνεται «ακριβότερο»

Ας παραμείνουμε στο ζευγάρι των μετοχών του παραπάνω παραδείγματος.

Στα οικονομικά αποτελέσματα πρώτου τριμήνου που ανακοίνωσε η Nvidia ξεπέρασε πραγματικά τον εαυτό της και φυσικά τις εκτιμήσεις των αναλυτών.

Η αυξανόμενη ζήτηση για τις μονάδες επεξεργασίας γραφικών GPU που είναι απαραίτητες για εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, υπερτριπλασίασαν τα έσοδα πρώτου τριμήνου σε ετήσια βάση στα 26 δις δολάρια περίπου , ενώ επταπλασίασε την καθαρή κερδοφορία στα 14,9 δις δολάρια.

Τα προσαρμοσμένα μικτά περιθώρια κέρδους σκαρφάλωσαν στο 78,9%, από 67% το προηγούμενο τρίμηνο, κυρίως λόγω των πωλήσεων λογισμικού, ενώ η ανακοίνωση για split της μετοχής 10 προς 1, με ισχύ από τις 7 Ιουνίου, λειτούργησε σαν ένα extra ελατήριο για την αναρρίχηση της τιμής της, εν μέσω της προσδοκίας ότι η μετοχή θα γίνει προσιτή και από μικρότερα χαρτοφυλάκια, ανοίγοντας τη βεντάλια των μετόχων της.

Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, ο μέτοχος της Nvidia για να αποφασίσει αν θα πουλήσει ή όχι τη θέση του θα πρέπει να ερευνήσει την απάντηση στην εξής ερώτηση: Η Nvidia αναμένεται να διατηρήσει αυτό το momentum;

Η ζήτηση για κάρτες GPU δύσκολα θα μειωθεί, καθώς σιγά σιγά τα παραδοσιακά data centers θα πρέπει να μετατραπούν σε accelerated computing προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να εκτελέσουν περισσότερες εργασίες ΑΙ.

Τουλάχιστον προς το παρόν, τα τσιπ της Nvidia βρίσκονται αρκετά βήματα μπροστά από τους ανταγωνιστές της, όπως είναι η AMD ή η Alphabet, κάτι που οδηγεί την εταιρεία να κρατάει υψηλά τον πήχη των προοπτικών, προβλέποντας έσοδα πέριξ των 28 δις δολαρίων για το επόμενο τρίμηνο!

Μάλιστα ο Jensen Huang προέβει κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων στην εκτίμηση ότι η προσφορά θα υπολείπεται της ζήτησης όλο το επόμενο έτος.

Αν και η Nvidia λοιπόν διαπραγματεύεται περίπου 40x τα κέρδη του 2025 και 31x τα κέρδη του 2026, η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της δικαιολογεί επί του παρόντος αυτούς τους πολλαπλασιαστές.

Σε κάθε ανακοίνωση αποτελεσμάτων τριμήνου όμως, οι μέτοχοι θα πρέπει να παρακολουθούν αν η ζήτηση εξακολουθεί να βαίνει αυξανόμενη.

Βλέπετε, όπως παρατηρεί πολύ εύστοχα το Forbes, η αύξηση της ζήτησης για μονάδες επεξεργασίας γραφικών θα μπορούσε να ατονήσει μελλοντικά, καθώς η αρχική φάση εκπαίδευσης των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης επιβραδύνεται.

Ο λόγος είναι ότι μετά την εκπαίδευση των μοντέλων, το στάδιο της αξιοποίησής τους ενδεχομένως να έχει μικρότερες απαιτήσεις ισχύος, φρέναροντας τη ζήτηση για GPU.

Οι μέτοχοι της Nvidia θα πρέπει επίσης να παρακολουθούν σε κάθε τρίμηνο την πρόοδο των ανταγωνιστών της.

Η AMD αλλά και τεχνολογικοί κολοσσοί όπως η Google, η Microsoft και η Amazon εντείνουν τις προσπάθειές τους για την ανάπτυξη του δικού τους τσιπ ΑΙ.

Αν καταφέρουν να καλύψουν την απόσταση, τότε η ζήτηση για τις κάρτες της Nvidia θα υποχωρήσει καθώς οι τεχνολογικοί κολοσσοί αυτή τη στιγμή είναι και οι μεγαλύτεροι πελάτες της.

Όταν υλοποιηθούν οι παραπάνω παράγοντες, τότε θα καταστήσουν την μετοχή της Nvidia ακριβή και όχι το ράλι στα χρηματιστηριακά ταμπλό.

Nestlé: Όταν το «φθηνό» γίνεται «φθηνότερο»

Οι μετοχές βασικών καταναλωτικών προϊόντων επιλέγονται κυρίως από τους περισσότερους επενδυτές για τη χαμηλή μεταβλητότητά τους και την αξιόπιστη αν και αργή ανάπτυξη τους.

Ο ελβετικός κολοσσός Nestlé αν και ταιριάζει σε αυτό το μοτίβο, καθώς είναι μια τεράστια εταιρεία, με πολύ μεγάλη ιστορία και δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο, διαθέτοντας μεγάλο αριθμό κορυφαίων εμπορικών σημάτων στη σοκολάτα, τη ζαχαροπλαστική, τα δημητριακά, τα κατεψυγμένα τρόφιμα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το παγωτό και τη φροντίδα κατοικίδιων ζώων, ενώ έχει και μερίδιο 20,1% στη γαλλική εταιρεία προσωπικής φροντίδας L'Oréal, εντούτοις η μετοχή της αυτή τη στιγμή παρουσιάζει πολύ κακή απόδοση.

Κάτι που την κάνει δελεαστική με μια πρώτη ματιά, πόσο μάλλον από τη στιγμή που οι περισσότερες μετοχές έχουν σημειώσει ικανοποιητικά κέρδη στα χρηματιστηριακά ταμπλό.

Η μετοχή διαπραγματεύεται επί του παρόντος με αναλογία προθεσμιακής τιμής προς κέρδη 18, δελεαστική σχετικά με τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο ο οποίος βρίσκεται άνω του 23. Η τρέχουσα μερισματική απόδοση είναι στο 3,29%, επίσης πολύ πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο πέριξ του 2,51%.

Με μια δεύτερη ματιά όμως η οπτική αλλάζει αρκετά.

Η Nestlé ήδη από τον Φεβρουάριο είχε προειδοποιήσει για επιβράδυνση των πωλήσεων της.

Η ανακοίνωση εταιρικών αποτελεσμάτων τον Απρίλιο επιβεβαίωσε τις προειδοποίησεις της διοίκησης, με τις συνολικές πωλήσεις να είναι στα 22,1 δις CHF , σημειώνοντας μείωση 5,9% .

Για το σύνολο του 2024 η διοίκηση εκτιμά αύξηση των οργανικών πωλήσεων περίπου 4% και μέτρια αύξηση του υποκείμενου περιθωρίου λειτουργικού κέρδους συναλλαγών. Τα υποκείμενα κέρδη ανά μετοχή σε σταθερό νόμισμα αναμένεται να αυξηθούν μεταξύ 6% και 10%.

Οι παραπάνω εκτιμήσεις καθιστούν ελκυστικά τα τρέχοντα επίπεδα αποτίμησης της εταιρείας, μετά από μια διόρθωση μάλιστα της τάξης του 28% από τα ιστορικά υψηλά του 2021;

Το πρόβλημα με τη Nestlé είναι ότι ένα από τα πιο αναγνωρισμένα και αγαπημένα διεθνή brand κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια «κακή» επωνυμία.

Οι ανησυχίες της αρχής για την ασφάλεια των τροφίμων στη Γαλλία σχετικά με τα «πρότυπα υγείας» μεγάλων εμπορικών σημάτων μεταλλικού εμφιαλωμένου νερού του ομίλου Nestlé, που έγιναν γνωστές από τα μέσα ενημέρωσης Le Monde αλλά και τη δημόσια ραδιοτηλεόραση Radio France, αποτέλεσαν ένα μεγάλο χαστούκι για την αξιοπιστία του brand.

Τον Μάρτιο μάλιστα η Nestlé παραδέχτηκε ότι χρησιμοποιεί θεραπείες απολύμανσης στη Γαλλία και την Ελβετία για να «εγγυηθεί την ασφάλεια των τροφίμων» των εμφιαλωμένων νερών της, αν και τέτοιες διαδικασίες απαγορεύονται για τα μεταλλικά νερά.

Το δεύτερο «χαστούκι» ήρθε από τις πρόσφατες αποκαλύψεις πως ο κολοσσός τροφίμων εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά στα προϊόντα που απευθύνονται σε μωρά, με την έκθεση της ΜΚΟ Public Eye να υποστηρίζει ότι τα προϊόντα της εταιρείας που προορίζονται για την Ευρώπη δεν έχουν ζάχαρη, ενώ όσα προορίζονται σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος περιέχουν υψηλά επίπεδα προστιθέμενης ζάχαρης

Πέραν των παραπάνω πληγμάτων στην επωνυμία της εταιρείας όμως, μας προβληματίζουν και τα υπερβολικά επίπεδα χρέους, καθώς και κάποιες λεπτομέρειες στον ισολογισμό της.

Η εξέλιξη των ελεύθερων ταμειακών ροών, οι οποίες κατά την σταθερή άποψη της στήλης είναι η βασική προϋπόθεση για βιώσιμες αποδόσεις των μετόχων, όπως μερίσματα και επαναγορές μετοχών, προβληματίζουν.

Βλέπετε, ανοίγοντας το πλάνο και βλέποντας συνολικότερα τις επιδόσεις της εταιρείας, οι πωλήσεις της εταιρείας παρέμειναν στάσιμες την τελευταία δεκαετία: το 2013, η εταιρεία παρήγαγε περίπου 92,2 δις CHF και ο αριθμός που αναφέρθηκε πρόσφατα για το 2023 ήταν οριακά μόνο υψηλότερος , στα 93 δισ. CHF.

Συνολικά, η διοίκηση της Nestlé προφανώς δεν μπόρεσε να αυξήσει τις ελεύθερες ταμειακές ροές τα τελευταία έντεκα χρόνια, με τις ακριβές εξαγορές να μετατρέπονται μάλλον στην αχίλλειο πτέρνα της.

Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι, να αναφέρουμε ότι σίγουρα δεν είναι εύκολο να αποκτήσεις πολλά υποσχόμενες επωνυμίες σε λογικές αποτιμήσεις και την ίδια στιγμή να πραγματοποιήσεις εκποιήσεις επωνυμιών με χαμηλή απόδοση σε ελκυστικά πολλαπλάσια.

Επίσης αναγνωρίζουμε ότι η διατήρηση εξαιρετικά αποτελεσματικής διαχείρισης κεφαλαίου κίνησης είναι δύσκολη για μια τόσο ευρέως διαφοροποιημένη εταιρεία. Όμως στο τέλος της ημέρας, για έναν μέτοχο, η επίδοση είναι αυτή που μετράει.

Αν τώρα προσθέσουμε και το γεγονός ότι οι απομειώσεις σε άυλα περιουσιακά στοιχεία όπως η υπεραξία και τα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με το εμπορικό σήμα είναι

αρκετά υψηλές στη Nestlé, κατανοούμε ότι κάποιες από αυτές τις εξαγορές ήταν πράγματι πολύ ακριβές ή/και αποδεικνύονται λιγότερο κερδοφόρες από ό,τι αρχικά αναμενόταν.

Όπως είπαμε και στην αρχή, τα επίπεδα μόχλευσης μας προβληματίζουν αν και οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι είναι διαχειρίσιμα για μια εταιρεία καταναλωτικών αγαθών λόγω της χαμηλής κυκλικότητας και της αρκετά αξιόπιστης ταμειακής ροής.

Ωστόσο, δεδομένου του τρέχοντος περιβάλλοντος επιτοκίων, η απότομη αύξηση του καθαρού χρέους το 2022 και το 2023 κάθε άλλο παρά συνετή κίνηση μπορεί να χαρακτηριστεί. Η απότομη αύξηση του χρέους αντικατοπτρίζεται επίσης στα ακαθάριστα έξοδα τόκων της Nestlé, τα οποία έχουν σχεδόν διπλασιαστεί τα τελευταία τρία χρόνια, στα 1,33 δις CHF το 2023 έναντι 0,75 δις CHF το 2021.

Αλλά ούτε τη μερισματική πολιτική προς τους μετόχους θεωρούμε συνετή. Από το 2013, η εταιρεία έχει πληρώσει 79,6 δις CHF σε μερίσματα, κάτι που από μόνο του δεν αποτελεί πρόβλημα, δεδομένου ότι οι ελεύθερες ταμειακές ροές συμπεριλαμβανομένου του καθαρού αποτελέσματος από εξαγορές και εκποιήσεις ανήλθαν σε 115 δις CHF. Αν όμως προσθέσουμε και τις επαναγορές μετοχών πέριξ των 58 δις CHF, συνειδητοποιούμε ότι η εταιρεία επέστρεψε πέριξ των 27 δις CHF περισσότερα μετρητά στους μετόχους από ό,τι είχε δημιουργήσει...

Συμπερασματικά, το γεγονός ότι η Nestlé δεν μπόρεσε να αυξήσει τις ελεύθερες ταμειακές της ροές τα τελευταία έντεκα χρόνια σε συνδυασμό με ότι έχει την τάση να πληρώνει υπερβολικά για τις εξαγορές της και ότι η επωνυμία της εταιρείας έχει πληγεί φέτος, με την ποιότητα του ισολογισμού να έχει επίσης επιδεινωθεί σημαντικά, προβληματίζει κάθε μακροπρόθεσμο και απαιτητικό επενδυτή.

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.