Ο Ευάγγελος Μυτιληναίος προέβλεψε ανοικτά πριν από μερικές εβδομάδες την πτώση της τιμής του φυσικού αερίου στα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα και επιβεβαιώθηκε. Το προϊόν που έχει απασχολήσει φέτος περισσότερο από κάθε άλλο έναν ολόκληρο πλανήτη, χάνει αυτή τη στιγμή πάνω από 70% από τα ιστορικά υψηλά του. Το ρεύμα ακολουθεί. Και χθες στην χονδρική αγορά της Ελλάδας είδαμε την τιμή να υποχωρεί κάτω από τα 150 ευρώ με την μέση τιμή του μήνα να διορθώνει στα 250 ευρώ. Μείωση βλέπουν για σήμερα οι εκπρόσωποι της αγοράς πετρελαιοειδών και στις τιμές των καυσίμων, ειδικά του πετρελαίου κίνησης που βρέθηκε ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα. Αν δεν φτάνουν αυτά για να καταγραφεί και τον Οκτώβριο αποκλιμάκωση στο ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή, τι άλλο θα πρέπει να γίνει;
Η Eurostat θα ανακοινώσει τα στοιχεία για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή την επόμενη Δευτέρα. Μέχρι τότε, η ΕΚΤ θα έχει ήδη ανακοινώσει τις αποφάσεις της για τα επιτόκια. Εκπλήξεις δεν αναμένονται. Με τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης στο 10% (και της Ελλάδας στο 12%), η μεγάλη αύξηση του επιτοκίου δεν θα εκπλήξει κανέναν. Το θέμα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα. Η καλοδεχούμενη μείωση της τιμής του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος, έρχονται την στιγμή που συμπληρώνεται πλέον ένα 12μηνο αύξησης των τιμών. Πέρασαν οι μήνες, διαψεύστηκαν όσοι μιλούσαν για παροδικό φαινόμενο και πλέον βρισκόμαστε στο σημείο να προσβλέπουμε στην «τεχνητή» διόρθωση του δείκτη τιμών καταναλωτή. Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός θα αρχίσει να υποχωρεί όχι γιατί θα γίνονται φθηνότερες οι τιμές αλλά γιατί θα είναι λιγότερο ακριβές σε σχέση με πέρυσι. Ένα απλό παράδειγμα: όταν το φυσικό αέριο είχε 20 ευρώ τον Οκτώβριο του 2020 και 100 ευρώ το 2021, η μεταβολή της τιμή του ήταν 400%. Αν τον Οκτώβριο του 2022 η τιμή είναι 110 ευρώ, η μεταβολή της τιμής θα είναι 10%. Το 400% είναι προφανώς μικρότερο από το 10%. Όμως τα 110 ευρώ είναι μεγαλύτερη τιμή από τα 100 ευρώ. Άλλο πληθωρισμός λοιπόν και άλλο ακρίβεια.
Την θέλουμε στην Ελλάδα την αποκλιμάκωση του δείκτη τιμών καταναλωτή. Μπορεί να έχει βοηθήσει στην ταχεία βελτίωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ μειώνοντας το σχετικό ποσοστό για φέτος κάτω από το 170% ωστόσο, έχει δημιουργήσει (και δημιουργεί) πολλά και σημαντικά προβλήματα. ΟΙ καταθέσεις χάνουν ταχύτατα την αξία τους καθώς δεν υπάρχουν ακόμη θετικά επιτόκια για τους αποταμιευτές. Ο προϋπολογισμός πλήττεται από την ανάγκη κάλυψης αυξημένων λειτουργικών δαπανών αλλά και από την αναγκαιότητα να αυξηθούν περισσότερο οι συντάξεις. Και, το κυριότερο: πλήττεται ολοένα και περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα καθώς αυξήσεις στις ονομαστικές αποδοχές των εργαζομένων δεν γίνονται ακόμη. Αν τον Οκτώβριο καταγραφεί επιτέλους μια σημαντική αποκλιμάκωση στον πληθωρισμό, είναι πιθανό ο μέσος ετήσιος δείκτης να διαμορφωθεί κοντά στο 9%. Αν μείνουμε και πάλι σε διψήφια ποσοστά, πολύ δύσκολα θα επιτευχθεί η σχετική πρόβλεψη του οικονομικού επιτελείου.