Η μείωση της προσφοράς μετοχών και κρατικών ομολόγων θα έχει συνέχεια και τον επόμενο χρόνο καθώς οι επιχειρήσεις και οι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίσουν να είναι οι μεγάλοι αγοραστές σε ανταγωνισμό με τους επενδυτές, εκτιμούν οι αναλυτές της JP Morgan και της Citi.
Προβλέπουν οτι η ανισορροπία αυτή μεταξύ προσφοράς και ζήτησης θα συμβάλλει στη διατήρηση της ανοδικής κούρσας στις χρηματιστηριακές αγορές και στη συγκράτηση των επιτοκιακών αποδόσεων στα ομόλογα σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Dealogic, μια σειρά δημόσιων εγγραφών υψηλού προφίλ καθώς και άλλων εκδόσεων το 2020 άντλησαν σχεδόν 1 τρισ. δολάρια από τις χρηματιστηριακές αγορές. Ωστόσο, η πλημμύρα αυτή των νέων εκδόσεων μετοχών δεν κατάφερε να εξουδετερώσει την πίεση στην προσφορά καθώς οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις συνέχισαν να απορροφούν μετοχές από τις χρηματιστηριακές αγορές.
Στην αγορά ομολόγων, παρόλο που ο δανεισμός των κυβερνήσεων βρέθηκε σε επίπεδα ρεκόρ, το μεγαλύτερο κομμάτι των χρεογράφων απορροφήθηκε κατευθείαν από τις κεντρικές τράπεζες μέσω των προγραμμάτων αγορών τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σήμερα οι κεντρικές τράπεζες διακρατούν σχεδόν το ήμισυ του συνόλου των κρατικών ομολόγων της Βρετανίας, της ζώνης του ευρώ και της Ιαπωνίας.
Πρόσφατα, με τις νομισματικές αρχές να αυξάνουν τα όρια αγορών στα προγράμματα στήριξης, ο παραγκωνισμός των επενδυτών του ιδιωτικού τομέα στις αγορές ομολόγων φαίνεται οτι θα έχει συνέχεια.
Στην επενδυτική τράπεζα JPMorgan, ο αναλυτής Νίκος Πανηγιρτζόγλου υπολογίζει οτι η ανισορροπία αυτή ανάμεσα στην προσφορά και ζήτηση μετοχών τον επόμενο χρόνο θα είναι της τάξης του 1,1 τρισ. δολάρια. Εκτιμά οτι η ζήτηση μετοχών θα αυξηθεί κατά 600 δισ. δολάρια σε σχέση με το 2020 και ότι παράλληλα η προσφορά θα μειωθεί κατά 500 δισ. δολάρια, αποτέλεσμα της επαναγοράς ιδίων μετοχών από πολλές εισηγμένες επιχειρήσεις και από την αναζωογόνηση των εξαγορών με μόχλευση (leveraged buyouts) σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η επαναγορά ιδίων μετοχών, δραστηριότητα που αφαιρεί από την προσφορά αξιογράφων, υπήρξε συγκρατημένη το 2020 λόγω των παρεμβάσεων των εποπτικών αρχών αλλά και των κεφαλαιακών αναγκών των επιχειρήσεων.
Το τρίτο τρίμηνο οι επαναγορές ιδίων μετοχών στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 42% σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2019. Ομως, μετά το πράσινο φως από τη Federal Reserve, την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, μεγάλες αμερικανικές τράπεζες έχουν ήδη ανακοινώσει σχέδια επαναγοράς μετοχών τους.
Σύμφωνα με το αναλυτή Πανηγιρτζόγλου της JP Morgan, η τελευταία φορά που παρατηρήθηκε παρόμοιου επιπέδου ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης ήταν το 2018 και αυτό που ακολούθησε στις χρηματιστηριακές αγορές ήταν άνοδος της τάξης του 25%.
Οι εμβολιασμοί κατά της πανδημίας COVID-19, η ανάκαμψη των οικονομιών και η μεγάλη ρευστότητα που δημιουργούν οι κεντρικές τράπεζες θα παίξουν ρόλο, όπως επίσης και οι νέες δημόσιες εγγραφές καθώς οι παίκτες στο private equity θα τρέξουν να εκμεταλλευτούν το θετικό κλίμα στα χρημτιστήρια.
Οι κεντρικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ, στη Σουηδία, την Αυστραλία και στη Βρετανία πρόσφατα αύξησαν τα όρια των προγραμμάτων αγοράς περιουσιακών στοιχείων. Η Federal Reserve, που μέχρι στιγμής διακρατεί μικρότερο μερίδιο της αμερικανικής αγοράς κρατικών ομολόγων σε σχέση με άλλες, ενδέχεται να αυξήσει και αυτή τα όρια αγορών της.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Citi, αυτό σημαίνει οτι ο όγκος των ομολόγων που θα είναι διαθέσιμα για τοποθετήσεις στο επενδυτικό κοινό στις ανεπτυγμένες οικονομίες δεν θα αυξηθεί καθόλου τον επόμενο χρόνο. Στην ευρωζώνη ιδιαίτερα, η Citi εκτιμά οτι το μερίδιο χρογράφων σε ευρώ που θα διακρατεί ο ιδιωτικός τομέας θα συρρικνωθεί κατά 750 δισ. ευρώ μετά από μείωση περίπου 460 δισ. ευρώ φέτος.
Στη Generali Investments, ο Florian Spate, επικεφαλής επενδυτικής στρaτηγικής, εκτιμά την καθαρή προσφορά χρεογράφων στη ζώνη του ευρώ στα -90 δισ. ευρώ το 2021 μετά το φετινό -125 δισ.
«Καθαρά από πλευράς προσφοράς αυτό εξηγεί γιατί οι επιτοκιακές αποδόσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα”.
Οσο για τους επενδυτές που προσβλέπουν στα ομόλογα επιχειρήσεων, στη JPMorgan εκτιμούν οτι η καθαρή προσφορά από αμερικανικές επιχειρήσεις με υψηλή βαθμολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας θα σημειώσει πτώση γύρω στο 50% από τα φετινά επίπεδα.
Οπως αναφέρει και η ABN Amro σε έκθεση της, οι ευρωπαικές επιχειρήσεις θα χρησιμοποιήσουν τα μετρητά για να αποπληρώσουν χρέος αντί να δανειστούν περισσότερο.