Είναι αναπόφευκτη μία νέα κρίση στην Ευρώπη, με επίκεντρο αυτή τη φορά τα δημοσιονομικά προβλήματα της Γαλλίας και την πλήρη οικονομική στασιμότητα της Γερμανίας; Είναι όντως η Γαλλία η νέα… Ελλάδα και πόσο εφικτό είναι να ληφθούν οι πολιτικές αποφάσεις που χρειάζονται για να γυρίσει σελίδα η Ευρωζώνη και να μην συνθλιβεί από ΗΠΑ και Κίνα;
Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα που δέχονται σήμερα οι αναλυτές των επενδυτικών οίκων που ασχολούνται ενεργά με την Ευρώπη. Και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Capital Economics, «όταν η Ευρώπη πρωταγωνιστεί στις ερωτήσεις των επενδυτών, συνήθως δεν είναι καλός οιωνός».
Για πρώτη φορά από τη δημιουργία της Ευρωζώνης βλέπουμε τις χώρες του πυρήνα να πελαγοδρομούν και τις χώρες της περιφέρειας να σημειώνουν εντυπωσιακές επιδόσεις. Για του λόγου το αληθές, ο Economist τοποθετεί την Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Ιταλία, στις χώρες που ξεχωρίζουν, μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ, σε επίπεδο ανάπτυξης και γενικότερων επιδόσεων. Την ίδια ώρα, η γερμανική οικονομία συρρικνώνεται στα 4 από τα τελευταία 8 τρίμηνα και μαζί με τη Γαλλία, είναι οι χώρες που απειλούν να εγκλωβίσουν ολόκληρη την Ευρωζώνη σε μία μακροχρόνια περίοδο δυσπραγίας.
Τρεις είναι οι μεγάλες πληγές των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης, η έλλειψη ανάπτυξης, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και η πολιτική αδιαλλαξία. Τουλάχιστον, προσώρας, οι ειδικοί εκτιμούν ότι η Γαλλία δεν είναι Ελλάδα. Διότι η ΕΚΤ έχει πλέον την εμπειρία της προηγούμενης κρίσης και ταυτόχρονα έχει διευρύνει τη φαρέτρα της, με το TPI να αποτελεί το μεγάλο όπλο που θα προστατεύσει τα ομόλογα στην περίπτωση που κριθεί απαραίτητο.
Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, η Γερμανία είναι ουραγός σε επιδόσεις τα τελευταία χρόνια. Αποτέλεσμα είναι το μέγεθός της να παραμένει στο ίδιο επίπεδο με το δ’ τρίμηνο του 2019, πριν ακριβώς ξεσπάσει η πανδημία. Στην ουσία, δηλαδή, έχει χάσει ήδη πέντε χρόνια ανάπτυξης. Στο μεταξύ, η οικονομία της Γαλλίας είναι μόλις 4,1% μεγαλύτερη και της Ιταλίας 5,6% μεγαλύτερη από το δ’ τρίμηνο του 2019. Η σύγκριση με τις ΗΠΑ είναι απογοητευτική, καθώς το αμερικανικό ΑΕΠ έχει αναπτυχθεί κατά 11,4% από το τέλος του 2019.
Οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, λόγω της μεγάλης εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, γίνονται ακόμα αισθητές. Η Ευρωζώνη έχει χάσει σε ανταγωνιστικότητα και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έχει δεχθεί ισχυρές πιέσεις. Η επιδείνωση των συνθηκών φαίνεται και από τη συμπεριφορά των Ευρωπαίων καταναλωτών, οι οποίοι διστάζουν να ξοδέψουν, με αποτέλεσμα ο ρυθμός αποταμίευσης στην Ευρώπη να είναι 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος σε σύγκριση με πριν την πανδημία, όταν στις ΗΠΑ είναι χαμηλότερος από το 2019.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία δείχνει να έχει χάσει το τρένο καθώς οι επιχειρήσεις που καινοτομούν και ανατρέπουν τα δεδομένα, προέρχονται κυρίως από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Έτσι, η παραγωγικότητα στην Ευρωζώνη αυξάνεται μόλις με ρυθμό 0,3% ετησίως την τελευταία δεκαετία, όταν στις ΗΠΑ «τρέχει» με 1,6%.
Δημοσιονομικά, βλέπουμε δύο ακραίες περιπτώσεις. Από τη μία είναι η Γαλλία, η οποία πολύ δύσκολα θα περιορίσει τα ελλείμματά της, πόσω μάλλον σε περιβάλλον πολιτικής κρίσης και αναιμικής ανάπτυξης. Από την άλλη, είναι η Γερμανία με την υπερβολικά αυστηρή της πειθαρχία, η οποία περιορίζει τις αναπτυξιακές προοπτικές τόσο της δικής της οικονομίας, όσο και ολόκληρης της Ευρωζώνης. Και η Ιταλία αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με τη Γαλλία, ωστόσο οι αγορές δείχνουν να δίνουν μέχρι στιγμής ψήφο εμπιστοσύνης στις κινήσεις της Μελόνι.
Σε αυτό το σημείο εισέρχεται στην εξίσωση η πολιτική αδιαλλαξία. Για παράδειγμα, η Γερμανία οδεύει σε εκλογές αλλά πολύ δύσκολα θα δούμε να χαλαρώνει εντυπωσιακά το «φρένο χρέους», ενώ η πολιτική εξίσωση είναι ακόμα πιο δύσκολη για τη Γαλλία. Αν δεν αλλάξει άρδην η κατάσταση σε Γερμανία και Γαλλία, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η Ευρωζώνη θα σέρνεται οικονομικά και κυρίως θα συνεχίσει να χάνει έδαφος – και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα - σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Αν, λοιπόν, η Ευρώπη θέλει να καθησυχάσει τις αγορές και να αποδείξει ότι μπορεί να αναπτυχθεί, θα πρέπει να στοχεύσει σε μια πιο ισορροπημένη συνθήκη, κατά την οποία Γαλλία και Ιταλία δεσμεύονται να πειθαρχήσουν δημοσιονομικά και η Γερμανία προτίθεται να χαλαρώσει τα δημοσιονομικά… λουριά. Χρειάζεται όμως και κάτι παραπάνω. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να υιοθετηθεί ένα μεγάλο μέρος των προτάσεων του Μάριο Ντράγκι και να σημειωθεί πρόοδος, τόσο προς την υλοποίηση της τραπεζικής ένωσης, όσο και προς την εμβάθυνση της δημοσιονομικής ένωσης, με ταυτόχρονη συμφωνία για έκδοση περισσότερου κοινού χρέους. Μπορεί ένα τέτοιο σενάριο να μοιάζει έως και ουτοπικό, με τα σημερινά δεδομένα, ίσως όμως είναι η μοναδική βιώσιμη λύση.