Τους λόγους για τους οποίους η Fitch προχώρησε στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, καθώς επίσης και στις προϋποθέσεις για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αναφέρεται ο Federico Barriga, Director Sovereign Analytical team της Fitch.
O ίδιος δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην πρόοδο που έχει καταγράψει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και στη μείωση του ελλείμματος. Σε ό,τι αφορά στις επιπτώσεις ενδεχόμενης πολιτικής αβεβαιότητας, ο κ. Barriga τονίζει πως ο κίνδυνος αυτός είναι περιορισμένος.
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Ποιοι είναι οι βασικοί λόγοι που σας οδήγησαν στην απόφαση αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας και οι προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας;
Ο πρώτος βασικός μοχλός που οδηγεί σε αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας είναι η βελτίωση της εικόνας του δημοσίου ελλείμματος και του χρέους, χάρη στην ισχυρότερη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και στην ορθή εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Εκτιμούμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα ανέλθει στο 3,8% του ΑΕΠ, πολύ χαμηλότερο από τον δημοσιονομικό στόχο, και αναμένουμε συνεχή εξυγίανση τα επόμενα δύο χρόνια, με το έλλειμμα να φτάνει στο 1,8% το 2024. Ο δείκτης χρέους μειώθηκε απότομα το 2022 λόγω της ευνοϊκής επίδρασης του φαινομένου «χιονοστιβάδας» και στο μέλλον, αναμένουμε ότι ο δείκτης χρέους θα μειώνεται με πιο ήπιο ρυθμό και θα οδηγηθεί στο 160% του ΑΕΠ το 2024, δεχόμενος θετική επίδραση σε μεγάλο βαθμό από τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Ο δεύτερος λόγος της αναβάθμισης ήταν η συνεχιζόμενη πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα, με τον συνολικό δείκτη NPL να πέφτει κάτω από το 10% για πρώτη φορά από το 2009 και να φθάσει στο 9,7% το τρίτο τρίμηνο του 2022. Αυτή η πτώση οφείλεται στις συναλλαγές τιτλοποίησης στο πλαίσιο των προγραμμάτων HAPS και στην οικονομική ανάκαμψη. Αναμένουμε περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού με περιορισμένες νέες εισροές και οι τράπεζες να ολοκληρώνουν περαιτέρω τιτλοποιήσεις.
Αναθεωρούμε επίσης προς τα πάνω τις προβλέψεις μας για την ανάπτυξη για την Ελλάδα το 2023, δεδομένης της βελτίωσης του ισοζυγίου κινδύνων από την πρόσφατη συγκράτηση των τιμών της ενέργειας και των μειωμένων προοπτικών διανομής της ενέργειας σε όλη την Ευρώπη. Αναμένουμε ότι η ανάπτυξη θα φτάσει στο 0,9% το 2023 και στο 2,3% το 2024. Μεσοπρόθεσμα προβλέπουμε ότι η ανάπτυξη θα πάρει ώθηση από την ισχυρή επενδυτική δυναμική, εν μέρει συνδεδεμένη με τα κεφάλαια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας;
Η αξιολόγηση γίνεται με όρους σταθερής πρόβλεψης, η οποία υποδηλώνει προσδοκίες μόνο για περιορισμένες αλλαγές αξιολόγησης, βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, έχουμε εντοπίσει δύο βασικούς τομείς που ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω θετική αξιολόγηση, οι οποίοι είναι:
α. Οι προοπτικές συνεχούς βελτίωσης των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, οι οποίες υπερβαίνουν τις τρέχουσες προβλέψεις μας, για παράδειγμα λόγω της ισχυρότερης ανάπτυξης ή των αλλαγών στις περιπτώσεις που ενέχουν κίνδυνοι από ενδεχόμενες υποχρεώσεις.
β. Η βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων, για παράδειγμα, λόγω της υψηλότερης δυναμικής των επενδύσεων ή/και της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτό εξαρτάται ως έναν βαθμό από την αποτελεσματική εφαρμογή οικονομικών ρυθμίσεων προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι - ορόσημα που συνδέονται με την διευκόλυνση της ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της οικονομίας.
Πώς αξιολογείτε τον τραπεζικό τομέα;
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη ερώτηση, αναγνωρίζουμε τη μείωση των κινδύνων του τραπεζικού τομέα χάρη στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού. Η ζήτηση για πίστωση των νοικοκυριών παραμένει ασθενής, αλλά η συνολική πίστωση προς τον ιδιωτικό τομέα επιταχύνθηκε το β' εξάμηνο του 2022 (ελαφρώς κάτω από τον πληθωρισμό), λόγω των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων. Οι μειωμένοι μακροοικονομικοί κίνδυνοι, η ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας, τα μέτρα κρατικής στήριξης και η συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των ακινήτων αναμένεται να μετριάσουν τις πιέσεις προς τους δανειολήπτες.
Τέλος, ενόψει εκλογών δημιουργείται φόβος στις αγορές εξαιτίας της ενδεχόμενης πολιτικής αβεβαιότητας;
Η κύρια ανησυχία μας είναι ότι, δεδομένων των αλλαγών στον εκλογικό νόμο και ότι κανένα κόμμα δεν φαίνεται να μπορεί να κερδίσει στην πρώτη ψηφοφορία απόλυτη πλειοψηφία, αναγκάζοντας σε δεύτερες εκλογές, να υπάρξει μια παρατεταμένη περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας. Αυτό θα μπορούσε να καθυστερήσει την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής και ειδικότερα την εναρμόνιση με τους στόχους που έχει θέσει η ΕΕ, αν και αναμένουμε ότι αυτό θα είναι μόνο προσωρινό.
Συνολικά, δεν αναμένουμε μεγάλες αλλαγές πολιτικής, ακόμη και αν υπάρξει νέα κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης για δημοσιονομική σύνεση. Οι σχέσεις με την ΕΕ έχουν σταθεροποιηθεί με τις κυβερνήσεις, τόσο της κυβερνώσας κεντροδεξιάς παράταξης της Νέας Δημοκρατίας, όσο και του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, με τη χώρα να απομακρύνεται σταδιακά από το εποπτικό πλαίσιο που ισχύει μετά την δεκαετή κρίση.