Γιατί η αναβάθμιση της Scope δεν απογείωσε το Χρηματιστήριο
Shutterstock
Shutterstock

Γιατί η αναβάθμιση της Scope δεν απογείωσε το Χρηματιστήριο

Δεν είναι λίγοι οι επενδυτές που ανέμεναν μια εκ νέου δυναμική εκτίναξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών μετά από την αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας από τον οίκο αξιολόγησης Scope. Ωστόσο, ο Γενικός Δείκτης δεν τους έκανε τη χάρη και κινήθηκε πέριξ των 1.320 μονάδων, με συναλλαγές ύψους 75 εκατ. 

Η αναβάθμιση από τη Scope, ήρθε για τη χρηματιστηριακή κοινότητα σε μια περίοδο αγρανάπαυσης και ατονίας. Όχι μόνο, διότι οι θερινές άδειες μεταθέτουν όλες τις σημαντικές επενδυτικές αποφάσεις για τον Σεπτέμβριο, αλλά και διότι οι ενδιαφέρουσες αξιολογήσεις ξεκινούν από τις 15 Σεπτεμβρίου και μετά. Με πρώτο και καλύτερο τον οίκο Moody’s, που ακολουθείται από τον S&P και τον Fitch. Αν ήταν λοιπόν μετά από κάθε θετική αξιολόγηση το χρηματιστήριο να ανεβαίνει κατά +10%, τότε δεν θα χρειαζόταν να περιμένουμε κάτι καλύτερο. Διότι όλα θα ήταν στον αυτόματο. Όμως δεν είναι. 

Η αγορά είχε προεξοφλήσει σε σημαντικό βαθμό πολλά από τα θετικά ενδεχόμενα. Ενδεχόμενα που αφορούν τις νέες τιμές «στόχους» που θέτουν για τις τράπεζες και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, οι χρηματιστηριακοί αναλυτές. Και αυτές οι νέες τιμές «στόχοι», δεν διαμορφώθηκαν μέσα σε ένα δοκιμαστικό σωλήνα και σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, αλλά μέσα στην αγορά, στις λογιστικές καταστάσεις και στην προοπτική της επανεκτίμησης προς τα πάνω της κερδοφορίας των εταιρειών. 

Οι επενδυτές που έχουν ακολουθήσει από νωρίς το ανοδικό κύμα του Χρηματιστηρίου γνωρίζουν, ότι τα «εύκολα κέρδη» από την αγορά έχουν ήδη βγει. Και έχουν βγει από το 2020 και μετά, από όσους είχαν τοποθετηθεί σε στιγμές δύσκολες όπως ήταν η πανδημία, σε στιγμές φόβου όπως ήταν η περίοδος των εσωτερικών κρίσεων και σε στιγμές αμφιβολίας, όπως ήταν οι εκλογικές διαδικασίες.

Τότε που δεν χρειαζόταν να πολυκοιτάξεις τα EBITDA ή τα Ρ/Εs ή να μελετήσεις την πορεία των κόκκινων δανείων ή να εκτιμήσεις τις επιπτώσεις από τα ενεργειακά κόστη ή τα ύψη των συγκυριακών κερδών. Τότε ήταν αρκετό να συνειδητοποιήσεις από νωρίς, πως η Ελλάδα και το Χρηματιστήριο Αθηνών αλλάζουν κατηγορία ή πίστα, όπως λένε οι νέοι επενδυτές. 

Σήμερα όμως τα πράγματα είναι πιο οριοθετημένα. Διότι οι περισσότερες μετοχές έχουν επιτύχει τους στόχους που είχαν τεθεί. Επομένως, θα πρέπει να μελετήσουμε τις εταιρείες που παρουσιάζουν ένα ικανό θεωρητικό ποσοστό περαιτέρω ανόδου. Και γιατί θα πρέπει να είναι ικανό; Διότι θα πρέπει να αξίζει τον κόπο για να αναλάβει κάποιος το ρίσκο της συμμετοχής στο Χρηματιστήριο.

Και δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε τους ξένους θεσμικούς επενδυτές να μας απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Ας απαντήσουμε εμείς στον εαυτό μας. Θα αγοράζαμε τον Γενικό Δείκτη στο 1320 με στόχο τις 1379 μονάδες που είναι το υψηλό του 2014; Θα αγοράζαμε μετοχές που παρουσιάζουν περιθώριο ανόδου 15%, αναλαμβάνοντας το ρίσκο να συμβεί κάτι δυσάρεστο εξωγενές, που θα μπορούσε να συμπαρασύρει τις τιμές των μετοχών προς τα κάτω;

Θα αγοράζαμε μετοχές αναμένοντας την ολοκλήρωση των αξιολογήσεων και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που θα απελευθερώσει σημαντικά κεφάλαια από το εξωτερικό προς την Ελλάδα; Στα ίδια ερωτήματα απαντούν και οι ξένοι επενδυτές με τη διαφορά ότι αυτοί είναι πιο συνετοί, πιο μετρημένοι και ακολουθούν αυστηρές διαδικασίες στην επιλογή των μετοχών. 

Να θυμίσουμε πως ο Γενικός Δείκτης του ΧΑ κερδίζει σχεδόν +42% από τη αρχή του έτους και ο Τραπεζικός Δείκτης κερδίζει πάνω από +70%. Τα επίπεδα στήριξης του Γενικού Δείκτη βρίσκονται στις 1281 και 1264 μονάδες και τα επίπεδα αντίστασης στις 1332 και 1400 μονάδες, σύμφωνα με την πρόσφατη διαγραμματική ανάλυση της Fast Finance ΑΕΠΕΥ.