O Αμερικανικός νόμος γνωστός σαν Inflation Reduction Act, ή σαν πακέτο Μπάιντεν, είχε περάσει από χίλια κύματα πριν εγκριθεί από τα δυο νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ. Ο νόμος αυτός προβλέπει τη στήριξη της αμερικανικής βιομηχανικής παραγωγής μέσω κρατικών επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων. Ο στόχος του νόμου, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο είναι η μείωση των εκπομπών ρύπων κατά 40% μέχρι το 2030. Ωστόσο οι Ευρωπαίοι διακρίνουν ένα είδος κρυφού προστατευτισμού απέναντι στις εισαγωγές ευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων.
Ο νόμος καλύπτει μια ευρεία γκάμα επιδοτήσεων σε διάφορες παραγωγικές διαδικασίες και τομείς από τον χώρο της βιομηχανικής παραγωγής, της υγείας, της ενίσχυσης των μειονοτήτων και των οικονομικά ευάλωτων πολιτών. Το συνολικό πακέτο σε βάθος δεκαετίας αγγίζει τα $737 δισ., με τα $369 δισ. να κατευθύνονται στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος και της ενέργειας.
Από αυτά, στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής προϊόντων «καθαρής ενέργειας», προβλέπονται $40 δισ. φορολογικών κινήτρων και απαλλαγών για τους κατασκευαστές ανεμογεννητριών, ηλιακών πάνελ, μπαταριών και επεξεργασίας κρίσιμων μετάλλων. Προσφέρονται επίσης χαμηλότοκα δάνεια ύψους $20 δισ. για την δημιουργία νέων μονάδων κατασκευής «ενεργειακά καθαρών» οχημάτων.
Παράλληλα στον τομέα της μείωσης της εκπομπής ρύπων, επιχορηγούνται με $35 δισ. δραστηριότητες που στρέφονται στην απόκτηση καθαρών οχημάτων, στην μείωση ρύπων από την αγροτική δραστηριότητα και τη λειτουργία των λιμένων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμά ότι ο Inflation Reduction Act, είναι σχεδιασμένος με τέτοιον τρόπο ώστε να παρεμβαίνει στο ανοικτό εμπόριο ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ. Τα φορολογικά και λοιπά κίνητρα που υιοθετεί ο νόμος, ουσιαστικά επιδοτούν την παραγωγή στις ΗΠΑ, καθιστώντας τις εισαγωγές από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακριβότερες. Ειδικά στο χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας και των τεχνολογιών των μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Έτσι ενώ οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες είχαν ενθαρρυνθεί από την είδηση πως το Κρατικό Συμβούλιο της Κίνας είχε ζητήσει από την εποπτική αρχή για την πολιτική αεροπορία να προετοιμαστεί για τον τερματισμό λειτουργίας του μηχανισμού αντιμετώπισης της Covid-19 και από την επικείμενη χαλάρωση της αυστηρής πολιτικής για την Covid 19 του Πεκίνου, όπως είχε παρουσιάσει η Μαίρη Βενέτη στο άρθρο της, εμφανίζονται τώρα πιο διστακτικές.
Η επίτροπος της ΕΕ επί θεμάτων ανταγωνισμού, εξέφρασε τους φόβους της λέγοντας, ότι τέτοιου είδους πολιτικές μπορούν να τραυματίσουν τις εμπορικές σχέσεις ανάμεσα σε φίλους. Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πιθανό εμπορικό πόλεμο βασισμένο σε άτυπους δασμούς. Οι άτυποι δασμοί δεν είναι άλλοι από τις φοροαπαλλαγές ύψους $7.500 για κάθε αγοραστή ηλεκτρικού αυτοκινήτου που κατασκευάζεται στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στο Μεξικό.
Ωστόσο ο φόβος για τη δημιουργία εμπορικών φραγμών απέναντι στα εισαγόμενα στις ΗΠΑ ηλεκτρικά αυτοκίνητα, δεν θορύβησε μόνο τους Ευρωπαίους κατασκευαστές και τις Ιαπωνικές και κορεάτικες αυτοκινητοβιομηχανίες που κατέχουν σημαντικό μέρος της Αμερικανικής αγοράς. Εταιρείες όπως η Hyundai Motors, η LG Energy Solutions και η Samsung, ζήτησαν τη παρέμβαση της κυβέρνησης τους για την αποτροπή του μπλοκαρίσματος των εξαγωγών προϊόντων τους στις ΗΠΑ.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η γενική διευθύντρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, επισήμανε στη συνδιάσκεψη COP27 για το κλίμα στην Αίγυπτο, ότι οι χώρες θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικές με τις επιδοματικές πολιτικές που μπορούν να οδηγήσουν σε διακρίσεις και προβλήματα υπέρ των εγχώρια παραγόμενων προϊόντων.
Η επενδυτική κοινότητα παρακολουθεί από κοντά, αυτές τις εξελίξεις που θα επηρεάσουν τα μεγέθη των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών και αυτοκινητοβιομηχανιών, καθώς και την πορεία των μετοχών των εταιρειών αυτών.