Η δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας μετά το σοκ της πανδημίας COVID-19 και η αναζωπύρωση του πληθωρισμού φαίνεται ότι ήταν «χθεσινή ιστορία», αν κρίνει κανείς από το ράλι στις αγορές ομολόγων τα τελευταία 24ωρα.
Οι τιμές των 10ετών αμερικανικών ομολόγων ανέβηκαν ρίχνοντας τις αποδόσεις οκτώ μονάδες βάσης την Τρίτη, σημειώνοντας τη δεύτερη μεγαλύτερη πτώση φέτος. Η κούρσα επιταχύνθηκε την Τετάρτη με την απόδοση να πέφτει κάτω από το 1,3%, χαμηλό τετραμήνου.
Παρόμοια κίνηση σημειώθηκε στα βρετανικά 10ετη ομόλογα με τις αποδόσεις να υποχωρούν σε χαμηλό ενώ αυτές των γερμανικών ομολόγων που φαίνονταν έτοιμες να αναρριχηθούν πάνω από το 0% τον Μάιο έπεσαν στο -0,3%.
Οι λόγοι ποικίλουν – ανησυχίες για τις μεταλλάξεις του κορονοιού, μακροοικονομικά στοιχεία που ήταν πιο αδύναμα από ότι περίμεναν οι αγορές και ένα short squeeze σε όσους είχαν ποντάρει σε πτώση των τιμών στα ομόλογα και άρα σε άνοδο των αποδόσεων.
Πέρα από τη φιλολογία, το πραγματικό μήνυμα από τις αγορές κρατικών ομολόγων, που παρακολουθούνται στενά από τους επενδυτές και τις κεντρικές τράπεζες ως δείκτες των οικονομικών τάσεων, είναι ξεκάθαρο: η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να δείχνει δυναμική αλλά φαίνεται ότι έχει κορυφωθεί και η άνοδος του πληθωρισμού θα αποδειχτεί πιθανότατα παροδική.
«Οι αγορές έχουν φύγει από το σκεπτικό ότι η ανάπτυξη είναι ισχυρή και άρα ο πληθωρισμός θα είναι δυνατός προς νέο σενάριο που βλέπει την ανάπτυξη να έχει πιάσει κορυφή και τον πληθωρισμό να είναι παροδικός», εκτιμούν οι αναλυτές στον ασφαλιστικό όμιλο Zurich Insurance.
Η στροφή αυτή στις αγορές ομολόγων μπορεί να μην συμβαδίζει με το μήνυμα που στέλνει η αμερικανική κεντρική τράπεζα που έχει φέρει πιο μπροστά το χρονοδιάγραμμα για αυξήσεις στα παρεμβατικά επιτόκια. Η Fed σχεδιάζει να αυξήσει το κόστος χρήματος το 2023 και όπως άλλες κεντρικές τράπεζες βλέπει πέρα από τις βραχυπρόθεμες πληθωριστικές πιέσεις.
Το αγοραστικό ενδιαφέρον που ώθησε ανοδικά τις τιμές ομολόγων συμπίπτει με τα νέα στοιχεία που δείχνουν κορύφωση του ρυθμού ανάπτυξης.
Την Τρίτη μακροοικονομικά στοιχεία έδειξαν ότι η δραστηριότητα στον κλάδο των υπηρεσιών στις ΗΠΑ αναπτύχθηκε με ήπιο ρυθμό τον Ιούνιο ενώ στη Γερμανία ο δείκτης επενδυτικού κλίματος υποχώρησε περισσότερο από ότι ανέμενε η αγορά.
Η κούρσα των ομολόγων μπορεί να προκάλεσε ζημιές σε πολλούς trader που ήταν σορταρισμένοι, ποντάροντας ότι οι αποδόσεις θα ανέβουν καθώς η οικονομία ανακάμπτει. Η άνοδος των τιμών πιθανότατα ανάγκασε πολλούς να κλείσουν τις θέσεις short, πιέζοντας τις ομολογιακές αποδόσεις ακόμη χαμηλότερα.
Αρκετοί επενδυτές, συμπεριλαμβανομένης και της μεγάλης εταιρείας διαχείρισης BlackRock, ήταν τοποθετημένοι για άνοδο των αποδόσεων. Όμως, οι αποδόσεις έχουν υποχωρήσει γύρω στις 50 μονάδες βάσης από τον Μάρτιο.
Οι εξηγήσεις ποικίλλουν. Μερικοί πιστεύουν ότι η φταίει η ζήτηση από τις κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Άλλοι θεωρούν ότι είναι αποτέλεσμα της μεγάλης ρευστότητας στο χρηματοοικονομικό σύστημα των ΗΠΑ καθώς το υπουργείο Οικονομικών ξοδεύει τα μετρητά του και η κεντρική τράπεζα απορροφά $120 δις σε ομόλογα μηνιαίως.
Μπορεί όμως να οφείλεται στο ότι παρά την ανάκαμψη της οικονομίας οι αγορές ομολόγων άρχισαν να έχουν αμφιβολίες για τις προοπτικές της οικονομίας, σύμφωνα με την ING.
Μπορεί η απόδοση του 1,77% στα 10ετή αμερικανικά ομόλογα που σημειώθηκε τον Μάρτιο να ήταν το υψηλό της φετινής χρονιάς καθώς το πληθωριστικό σενάριο χάνει έδαφος. Το σενάριο μπορεί να μην έχει εγκαταλειφθεί πλήρως αλλά φαίνεται να μπαίνει σε χειμερία νάρκη.
Υπάρχουν και δύο άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στη νευρικότητα. Ο πρώτος έχει να κάνει με την Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, όπου ο ρυθμός ανάπτυξης του κλάδου των υπηρεσιών επιβραδύνθηκε σε χαμηλό 14 μηνών. Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι απεικονίζει το τι θα συμβεί και σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την έξαρση των κρουσμάτων της νόσου COVID-19 σε αρκετές χώρες και στην Κίνα με την ανησυχία να εντείνεται για νέες πιο μεταδοτικές μεταλλάξεις του ιού.
Η μετάλλαξη Δέλτα που τείνει να εξαπλωθεί σε αρκετές χώρες και στις ΗΠΑ ειναι πιο μεταδοτική από τον αρχικό ιό. Η μνήμη των αγορών εγείρει φόβους για νέα lockdown σε περίπτωση που η έξαρση των νέων κρουσμάτων ενταθεί και αυτό συνεπάγεται χαμηλότερη ανάπτυξη.