Την ίδια στιγμή που στις ΗΠΑ, τα απόνερα από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank και της Signature Bank, από την καταστροφή των μετόχων και των ομολογιούχων τους και από την πλήρη διάσωση των καταθετών έχουν φτάσει μέχρι το Κογκρέσο, οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών υποχωρούν με τους επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αθηνών να αγωνιούν.
Στις ΗΠΑ ο φόβος μετάδοσης του τραπεζικού «ιού» και σε άλλες τράπεζες φέρνει στην ημερήσια διάταξη αλλαγές σχετικά με τη νομοθεσία που διέπει τη διάσωση των τραπεζών και την απορρύθμιση του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος που είχε υιοθετηθεί το 2018 επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ.
Ταυτόχρονα ο τρόπος διάσωσης των καταθέσεων που θα υπερβαίνει το όριο των $250.000 του FDIC (Federal Deposit Insurance Act), αντιμετωπίζεται από τους Ρεπουμπλικάνους νομοθέτες σαν ένα είδος «κρατικής επιχορήγησης» το οποίο θα κληθούν να υποστηρίξουν οι φορολογούμενοι.
Βέβαια, η οικονομική ιστορία στις ΗΠΑ έχει αποδείξει πως μόνο μια φορά δεν είχαν πληρωθεί στο σύνολό τους οι καταθέσεις των τραπεζών που πτώχευαν. Και η μοναδική φορά αφορούσε την IndyMac (Independent National Mortgage Corporation) που είχε καταρρεύσει το 2008.
Οι μετοχές των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών συνέχισαν και χθες να υποχωρούν, έχοντας πλέον αρκετή απόσταση από τα υψηλά, που είχαν καταγράψει προ ημερών. Και είναι λογικό να υποχωρούν αφού το αρνητικό διεθνές κλίμα, αποτρέπει τους αγοραστές από το να συνεχίζουν να ωθούν τις τιμές προς τα πάνω. Σε πρώτη φάση λοιπόν, το αγοραστικό ενδιαφέρον ατονεί, με αποτέλεσμα οι πωλητές να πιέζουν τις τιμές.
Ατονεί επειδή ξεθωριάζει το ελληνικό τραπεζικό «success story» ή ατονεί επειδή πιθανότατα τα funds θα κληθούν να στηρίξουν τις απώλειες στα μητροπολιτικά χρηματιστήρια; Ατονεί επειδή υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης της τραπεζικής κρίσης και στην Ελλάδα ή επειδή έχει μεταβληθεί η ευρύτερη επενδυτική και χρηματιστηριακή εικόνα της χώρας μας;
Στην πραγματικότητα έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα τις τελευταίες ημέρες σχετικά με τις τράπεζες.
Το πρώτο είναι, ότι στο Χρηματιστήριο Αθηνών επικρατεί ένας έντονος προβληματισμός σχετικά με τις εκλογές, όχι μόνο όσον αφορά την αναστάτωση της προεκλογικής περιόδου, αλλά και το αποτέλεσμα. Αφού πλέον στο κάδρο πέραν της αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ, έχει μπει η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, η οικουμενική κυβέρνηση και η κυβέρνηση των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων. Επομένως, η αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα των εκλογών αυξάνει τον βαθμό του ρίσκου που συνοδεύει την έκθεση σε ελληνικές μετοχές.
Το δεύτερο είναι, ότι το Σχέδιο Ηρακλής δεν αποτελεί πλέον μια βαριά σκιά στην ελληνική οικονομία. Οι κρατικές εγγυήσεις ύψους περίπου 20 δισ. που είχαν δοθεί στο πλαίσιο του Σχεδίου Ηρακλής για την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών δεν θα βαρύνουν, προκαταβολικά, το δημόσιο χρέος. Ήταν ένα θέμα που είχε προκύψει εδώ και πολύ καιρό.
Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή (Eurostat) επέμενε για μήνες πως οι εγγυήσεις έπρεπε να εγγραφούν στο δημόσιο χρέος χωρίς αυτές να έχουν καταπέσει. Ωστόσο μετά από πιέσεις τόσο της ελληνικής, όσο και της ιταλικής πλευράς, αποφασίστηκε να μην ανατραπεί το υπάρχον καθεστώς και να μην μεταβληθούν οι όροι των τιτλοποιήσεων.
Το τρίτο είναι πως ο SSM δηλαδή ο εποπτικός οργανισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενημέρωσε τις διοικήσεις της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας πως δεν θα εγκρίνει τη διανομή μερίσματος προς τους μετόχους από τα κέρδη της οικονομικής χρήσης του 2022. Η αλήθεια είναι πως και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες είχαν εκφράσει τη βούληση να διανείμουν μέρισμα. Οι δυο προαναφερθείσες μέσα στο 2023 και η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς μέσα στο 2024.
Η ένσταση του SMM, δεν έχει σχέση με την επάρκεια των κεφαλαίων των τραπεζών, που απαιτούνται για να αντιμετωπιστεί μια επιδείνωση του οικονομικού κλίματος. Άλλωστε οι διοικήσεις των τραπεζών θεωρούν πως η επάρκεια αυτή θα πιστοποιηθεί κατά τη διάρκεια των stress tests του Ιουλίου 2023. Η ένσταση του SSM εστιάζει μονίμως αφ’ ενός στο υψηλό ποσοστό συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογίας στην κεφαλαιακή τους βάση και αφ’ ετέρου στην ποιότητα της κερδοφορίας που προέρχεται κυρίως από μη επαναλαμβανόμενα έσοδα.
Αυτά τα τρία γεγονότα είναι λογικό να επηρεάζουν την πορεία των τραπεζικών μετοχών. Ωστόσο, το εξωγενές συμβάν της κατάρρευσης της SVB και της Signature Bank, δεν άπτεται του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Η αύξηση των επιτοκίων που επηρεάζει το παγκόσμιο τραπεζικό οικοσύστημα, φυσικά επηρεάζει και το ελληνικό. Όμως το “bank run” που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ δεν έχει την παραμικρή διασύνδεση με τις δικές μας τράπεζες.
Ούτε η πλήρης καταστροφή των μετόχων και των ομολογιούχων, έχει την παραμικρή σχέση με το εγχώριο τραπεζικό περιβάλλον. Και ασφαλώς ούτε και η σωτήρια όλων των καταθέσεων, που θα επιβαρύνει τους φορολογούμενους των ΗΠΑ. Δηλαδή για τις ελληνικές τράπεζες, το περιβάλλον είναι “business as usual”, όσον αφορά την κρίση από την κατάρρευση των δυο αμερικανικών τραπεζών.
Είναι πολύ θετικό που οι αμερικανικές αρχές δεν επέτρεψαν την επέκταση του κινδύνου καλύπτοντας σχεδόν όλες τις καταθέσεις. Κάτι που καθησυχάζει όσους εκτιμούσαν πως το οικοσύστημα των «start ups», των Ventures Capitals και των τεχνολογικών εταιρειών, θα έμπαινε στο σύνολο του στο μάτι του κυκλώνα.
Ευτυχώς, η λέξη «εμπιστοσύνη» δεν τρώθηκε. Μια λέξη που πάνω της έχει δομηθεί το τραπεζικό σύστημα σε όλον τον κόσμο. Ωστόσο, λέξεις όπως είναι οι «υπεραξίες» και οι «αποτιμήσεις», θέλουν επανακαθορισμό και επανατοποθέτηση. Διότι όπως όλοι γνωρίζουμε οι κανόνες της οικονομίας και των χρηματιστηρίων παραμένουν σταθεροί, ανεξάρτητα από τα χρηματιστηριακά προϊόντα και εργαλεία που χρησιμοποιούνται.