Δύο συνεδριάσεις απομένουν για το σφύριγμα της λήξης της φετινής χρηματιστηριακής χρονιάς. Οι επενδυτές στην αγορά μας, έχουν κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένοι υπό την έννοια ότι σε μια χρονιά που οι διεθνείς αγορές καταγράφουν σημαντικές απώλειες, στο Χρηματιστήριο της Αθήνας λειτούργησαν «αμυντικά» χαρακτηριστικά στην παγκόσμια κρίση, με αποτέλεσμα το θετικό πρόσημο να φαίνεται ότι θα διακρατηθεί ως την τελευταία ημέρα.
Οι εταιρείες της μεγάλης κεφαλαιοποίησης που απεικονίζονται στον δείκτη FTSE-XA/Large Cap είχαν την τιμητική τους τη φετινή χρονιά με τον δείκτη να καταγράφει κέρδη 15,7% από την αρχή της χρονιάς και τον δείκτη Τραπεζών (ΔΤΡ) να ακολουθεί με κέρδη 10,84%.
Αντίθετα είχαν μειωμένες αποδόσεις οι εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης, δείγμα της αμυντικής στάσης των μεγάλων χαρτοφυλακίων με τον πληθωρισμό και την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους να εμποδίζουν πιο επιθετική πολιτική εκ μέρους των θεσμικών επενδυτών.
Ο Ενεργειακός κλάδος αλλά και ο τραπεζικός οδήγησαν την κούρσα, ο πρώτος λόγω των αυξημένων τιμών των ορυκτών καυσίμων αλλά και της αποδοτικότητας των εναλλακτικών πηγών ενέργειας και ο δεύτερος με δεδομένο ότι προχώρησε σε μεγάλο βαθμό η εξυγίανση των ισολογισμών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα κινηθεί την επόμενη χρονιά το ελληνικό χρηματιστήριο. Αν έπρεπε να βάλουμε έναν τίτλο στις όποιες προσδοκίες για το 2023, αυτός θα ήταν «Έτος επενδυτικής βαθμίδας το 2023».
Φυσικά, ειδικά στο πρώτο μέρος της χρονιάς, τα προβλήματα και τα μεγάλα ερωτηματικά δεν θα έχουν πάψει να υπάρχουν. Ο δρόμος της αύξησης των επιτοκίων θα συνεχισθεί σύμφωνα με το πλάνο της νομισματικής σύσφιξης των Κεντρικών Τραπεζών, με ενδεχόμενη παράπλευρη απώλεια την πιθανότητα ύφεσης, αν και η Ελλάδα σύμφωνα με τις προβλέψεις και του προϋπολογισμού και των διεθνών οργανισμών θα συνεχίσει να αναπτύσσεται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά.
Ένα ακόμα σύνθετο πρόβλημα που θα έχει να αντιμετωπίσει το 2023 η χρηματιστηριακή μας αγορά, είναι η χαμηλή συναλλακτική δραστηριότητα που επιμένει, η μικρή συμμετοχή των ιδιωτών, αλλά και το delisting καλών εταιρειών όπως το Πλαίσιο που αδυνατούν να προσελκύσουν κεφάλαια από θεσμικούς επενδυτές διατηρώντας χαμηλή διασπορά, όλα εγγενή, πολύχρονα προβλήματα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς.
Όμως, οι προσδοκίες για μια χρονιά που θα κάνει τη διαφορά και θα ελκύσει το ενδιαφέρον μεγάλων ξένων χαρτοφυλακίων αλλά και εγχώριων θεσμικών επενδυτών, παραμένουν ισχυρές.
Και τούτο διότι ο εθνικός στόχος της επενδυτικής βαθμίδας θα επιτευχθεί, γεγονός που θα σηματοδοτήσει την άφιξη διεθνών κεφαλαίων των passive funds και την ενεργοποίηση των πιο «επιφυλακτικών» θεσμικών και ιδιωτών επενδυτών.
Οι προϋποθέσεις υπάρχουν και το μόνο ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί είναι ο χρόνος που θα συμβεί, δεδομένων των –όπως διαφαίνεται- διπλών εκλογών στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Πάντως αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον τι θα πράξει ο Οίκος Standard & Poors που μας έχει ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, στην αξιολόγησή του της 21ης Απριλίου, καθώς –σύμφωνα πάντα με τα σενάρια που εξυφαίνονται- η ημερομηνία αυτή βρίσκεται μεταξύ των πρώτων και των πολύ πιθανών δεύτερων εκλογών.
Οι προϋποθέσεις υπάρχουν: Η εξαγωγική δραστηριότητα υπερβαίνει πλέον το 40% του ΑΕΠ, οι άμεσες ξένες επενδύσεις καταγράφουν ιστορικά ρεκόρ, η χώρα είναι από τις πιο ευνοημένες των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης με αυξημένες ροές και από το ΕΣΠΑ, ο πληθωρισμός που ναι μεν υπάρχει ως πρόβλημα, αλλά ταυτόχρονα είναι αρωγός της αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους, βελτιώνοντας το δείκτη του.
Εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι παρά τα υψηλά επιτόκια, η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της με 1,5% σταθερό επιτόκιο και ωρίμανση στα 20 έτη.
Εάν και εφόσον συνεχιστεί η ομαλότητα του τραπεζικού κλάδου, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την απόφαση για την στρατηγική αποεπένδυση του Δημοσίου από τις τράπεζες , που θα απελευθερώσει τη δυνατότητα εισροής νέων ιδιωτικών κεφαλαίων.
Ανεξάρτητα επομένως από το χρονικό σημείο, η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μαζί με όλες τις άλλες προϋποθέσεις , δεν μπορεί παρά να αποτυπωθεί στα μεγέθη των εισηγμένων εταιρειών διαμορφώνοντας έτσι ένα χρηματιστήριο που θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο έλξης νέων και μακροχρόνιων κεφαλαίων. Και να παραστεί έτσι ως κινητήριος μοχλός ενός πιο ενάρετου οικονομικού μοντέλου της χώρας, τα επόμενα χρόνια.