Πολλές είναι οι θετικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα για την ελληνική οικονομία, ενώ πολύ ενθαρρυντικές είναι και οι προοπτικές της, με φόντο την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και την αύξηση των επενδυτικών εισροών. Από το Χρηματιστήριο της Αθήνας, έως τα ομόλογα, τις τοποθετήσεις ξένων στο real estate, τις εξαγορές εταιρειών και την είσοδο τεχνολογικών κολοσσών στην ελληνική αγορά, όλα δείχνουν ότι κάτι αλλάζει προς το καλύτερο.
Η βελτιωμένη εικόνα αντανακλάται και στο ελληνικό ΑΕΠ που τρέχει πολύ ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά και στη μείωση της ανεργίας, όμως ο μεγάλος βραχνάς της ακρίβειας χαλάει το κλίμα και μειώνει σημαντικά τον αντίκτυπο της ανάπτυξης στις τσέπες των πολιτών.
Το ελληνικό χρηματιστήριο καλπάζει μετά από πολλά χρόνια απόλυτης απαξίωσης και βρίσκεται σήμερα στα κορυφαία χρηματιστήρια του κόσμου, ξεπερνώντας φέτος σε κέρδη ακόμη και τον πανίσχυρο Nasdaq των τεχνολογικών γιγάντων που πρωταγωνιστούν στην ψηφιακή επανάσταση.
Τα ελληνικά assets προσελκύουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον των ξένων, δεδομένων των προσδοκιών για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στους επόμενους μήνες, το δημόσιο χρέος μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ και τα έσοδα του κράτους ξεπερνούν συνεχώς τις προσδοκίες. Αποτέλεσμα είναι ο Γενικός Δείκτης του ΧΑ να κερδίζει 42% μέσα στο 2023, όταν ο… πολύς Nasdaq ενισχύεται κατά 36,5%. Ο ΓΔ έχει αναρριχηθεί σε υψηλά εννέα ετών με τις τράπεζες να πρωταγωνιστούν.
Χθες, το ΙΟΒΕ ανακοίνωσε ότι το οικονομικό κλίμα διαμορφώνεται σε υψηλό 16 μηνών, με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να σημειώνει ένα απρόσμενο, λόγω των συνθηκών, υψηλό δύο ετών.
Απέναντι σε όλα αυτά τα θετικά, βρίσκεται η ακρίβεια. Ο πληθωρισμός εξασθενεί τους τελευταίους μήνες αλλά οι τιμές δεν λένε να υποχωρήσουν, καθώς η υποχώρηση του πληθωρισμού σημαίνει ότι στο σύνολο της οικονομίας οι τιμές αυξάνονται με μικρότερο ρυθμό και όχι ότι μειώνονται. Σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθαν τα στοιχεία Ιουλίου να επιβεβαιώσουν ότι η μάχη με τον πληθωρισμό ούτε έχει τελειώσει ούτε θα είναι εύκολη. Τρόφιμα και υπηρεσίες, με ώθηση και από τον τουρισμό, συντηρούν την ακρίβεια και δυσκολεύουν την καθημερινότητα των πολιτών.
Κάπως έτσι η οικονομία έχει δύο όψεις. Από τη μία πλευρά έχουμε μία συνετή διαχείριση και ενίσχυση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας για να ξεφύγουμε επιτέλους από τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική του 1% που προέβλεπε το ΔΝΤ. Έχουμε επίσης την επιστροφή των επενδυτών όσο εφαρμόζονται φιλικές προς την επιχειρηματικότητα πολιτικές και έχουμε και εισροές από όσους ποντάρουν σε μία οικονομία που έκλεισε ένα κύκλο κρίσεων και έχει μπροστά της αρκετά χρόνια με πολύ καλές προοπτικές ανάπτυξης.
Από την άλλη κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την κατάσταση που διαμορφώνεται εξαιτίας της ακρίβειας. Είδαμε τι συνέβη με τα ακτοπλοϊκά, βλέπουμε τις τιμές πως έχουν εκτιναχθεί στα τουριστικά καταλύματα, νιώθουμε όλοι τους φουσκωμένους λογαριασμούς στις καθημερινές αγορές τροφίμων.
Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή στη χώρα μας ενισχύθηκε στο 3,4% τον Ιούλιο, έναντι 2,8% τον Ιούνιο. Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι η Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, η αναθέρμανση του Ιουλίου χτυπάει καμπανάκι. Πόσο πιθανό είναι να δούμε τον πληθωρισμό να καλπάζει ξανά, απειλώντας ακόμη και να ρίξει σε ύφεση την ελληνική οικονομία;
Αναλυτές εκτιμούν ότι μέσα στο 2024 ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ, όμως θα αφήσει πίσω του ένα αυξημένο επίπεδο τιμών που μόνο με ανάπτυξη μπορεί να αντισταθμιστεί. Το Ταμείο Ανάκαμψης και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα συμβάλλουν στο να αποφύγει η ελληνική οικονομία χειρότερες καταστάσεις, όμως η ανάπτυξη των επόμενων ετών θα κρίνει το πότε θα τελειώσει η κρίση της ακρίβειας.