Η πρόοδος της ελληνικής οικονομίας δείχνει ανθεκτικότητα, όπως επισημαίνει η Scope Ratings, που μας αναβάθμισε σε investment grade. Οι προεκλογικές ανησυχίες για δημοσιονομικό εκτροχιασμό δεν επιβεβαιώθηκαν. Το βασικό επομένως κριτήριο για τους «μεγάλους» οίκους αξιολόγησης, δηλαδή S&P, Fitch, Moody’s, DBRS, προκειμένου να μας δώσουν την επενδυτική βαθμίδα στα επόμενα ραντεβού που έχουμε μαζί τους, το φθινόπωρο και το χειμώνα, είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Δηλαδή, η απόδειξη ότι, όπως ακριβώς ο πολιτικός κύκλος δε διατάραξε τη δημοσιονομική πορεία της χώρας, έτσι και τώρα η κυβέρνηση εννοεί αυτά που λέει και ότι θα συνεχίσει την ίδια πολιτική σοβαρότητας, υπευθυνότητας και μεταρρυθμίσεων ως τη μόνη βάση για ανάπτυξη της οικονομίας.
Κυρίως όμως ότι η Ελλάδα μπορεί να χαράσσει πολιτική που αποκλιμακώνει το χρέος, χωρίς να υπονομεύει τη δημοσιονομική σταθερότητα. Και όσο το δυνατόν υψηλότερα είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα, τόσο περισσότερο θα διευκολυνθεί το έργο των οίκων.
Εφόσον αποδειχθεί ότι αυτή η πορεία είναι διατηρήσιμη, τότε είναι βέβαιο ότι κάποιες από τις επόμενες αξιολόγήσεις, με πρώτη την DBRS (8 Σεπτεμβρίου), δεύτερη τη Moody’s (15 Σεπτεμβρίου), τρίτη τη Standard & Poor’s, (20 Οκτωβρίου) - που θεωρείται και η πλέον κρίσιμη για τους διεθνείς αναλυτές- και τέταρτη τη Fitch (1η Δεκεμβρίου), θα συνοδευτούν από ένταξη της χώρας σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας.
Αντιλαμβάνομαι ότι ο όρος «επενδυτική βαθμίδα» είναι αδιάφορος για το ευρύ κοινό. Η διάχυτη εντύπωση είναι ότι αφορά ένα κλειστό κλαμπ μεγάλων επιχειρήσεων, όσους ειδικούς ασχολούνται με ομόλογα και το χρηματιστήριο, όχι πάντως τα εκατομμύρια των απλών νοικοκυριών. Απολύτως εσφαλμένη αυτή η αντίληψη.
Αν αναβαθμιστεί το «προϊόν» Ελλάδα, τα οφέλη θα διαχυθούν αναπόφευκτα προς τα κάτω. Διότι τι σημαίνει επενδυτική βαθμίδα; Είναι το επίπεδο κατά το οποίο το ελληνικό χρέος σταματάει να θεωρείται «σκουπίδι» (junk) και οι διεθνείς επενδυτές μπορούν να τοποθετήσουν «άφοβα» τα χρήματά τους σε αυτό, διαδικασία που ως ένα βαθμό έχει προεξοφληθεί. Τα εγχώρια χρεόγραφα γίνονται διεθνώς αποδεκτά και κατ’ επέκταση αναμένεται σημαντική εισροή χρημάτων.
Από ποιους; Από τα παθητικά χαρτοφυλάκια, όπως τα μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία, των οποίων το καταστατικό απαγορεύει την τοποθέτηση κεφαλαίων σε χώρες και assets που δεν ανήκουν σε επενδυτική βαθμίδα. Η είσοδος της Ελλάδας σε αυτό το «κλαμπ» θα νομιμοποιήσει ξένα κεφάλαια να επενδύσουν στην Ελλάδα, θα απελευθερώσει πόρους για αγορές ομολόγων και μετοχών.
Τα funds θα γίνουν πιο φιλικά απέναντι στα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία και τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Το ίδιο ισχύει και για τις τράπεζες, τα stress test των οποίων ήταν πολύ θετικά και το πρόβλημα των κόκκινων δανείων βαίνει μειούμενο. Σήμερα λοιπόν, οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες, πληρώνουν ένα risk premium. Σε μια τυχόν χρηματοπιστωτική αναταραχή υποφέρουν πολύ περισσότερο. Είναι από τις πρώτες που βλέπουν το κόστος δανεισμού τους να αυξάνεται έναντι εκείνων, άλλων χωρών με επενδυτική βαθμίδα που είναι πολύ πιο θωρακισμένες.
Επαναλαμβάνω: Δεν αναφέρομαι σε κερδοσκοπικά κεφάλαια, τέτοια συναντάμε και σήμερα στην Ελλάδα. Και όταν μια χώρα στηρίζεται αποκλειστικά σε κερδοσκοπικά κεφάλαια είναι πολύ πιο ευεπίφορη σε μια χρηματοικονομική αναταραχή, καθώς συχνά τα funds αυτά κινούνται κατά τρόπο που δεν μπορεί κανείς να υπολογίσει, με αποτέλεσμα να της προκαλούν προβλήματα.
Ένας ακόμη παράγοντας που εξηγεί γιατί είναι τόσο σημαντική η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα αφορά στη διεθνή συγκυρία. Ναι μεν η εικόνα διεθνώς έχει ως ένα βαθμό σταθεροποιηθεί, αναφορικά με τη χρηματοπιστωτική αστάθεια και το soft landing, όπως αποκαλείται στις ΗΠΑ, ωστόσο δεν έχουν εκλείψει οι πηγές αβεβαιότητας.
Είδαμε τι συνέβη με την απόφαση της Fitch να υποβαθμίσει τις ΗΠΑ, την ίδια στιγμή που εμείς βρισκόμαστε σε φάση αναβάθμισης. Και το φαινομενικά αυτό παράδοξο έχει την εξήγησή του. Είναι άλλες οι συνθήκες της αμερικανικής οικονομίας, και άλλες της Ελλάδας.
Σήμερα η Ελλάδα είναι κατά τη γνώμη μου από τις ασφαλέστερες χώρες στον κόσμο όσον αφορά τη δυνατότητα να αποπληρώσει το χρέος της. Ένα μικρό μόνο μέρος του διακινείται ελεύθερα στις αγορές, ενώ το υπόλοιπο διακρατείται από μεγάλα χαρτοφυλάκια (ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ΕΚΤ), γεγονός που σημαίνει ότι όσοι μας δανείζουν κεφάλαια δεν κινδυνεύουν να τα χάσουν.
Στον αντίποδα, οι μεγάλοι οίκοι θέλουν να επιστήσουν την προσοχή στη συνεχή διόγκωση κυρίως του ελλείμματος των ΗΠΑ, το οποίο στο πρώτο εξάμηνο του έτους ανήλθε στα 1,1 τρισ δολάρια. Και όπως αναφέρει η Fitch, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των ΗΠΑ που βρίσκεται σήμερα στο 112%, είναι πάνω από δύο φορές υψηλότερο από το μέσο χρέος των χωρών που απολαμβάνουν αξιολόγηση ΑΑΑ και διαμορφώνεται στο 39,3%. Επί της ουσίας, ενώ το αυτί των αγορών δεν ίδρωσε για την υποβάθμιση των ΗΠΑ, είναι πιθανό να ακολουθήσουν τη Fitch και άλλοι οίκοι, γεγονός που προοιωνίζεται δημοσιονομική αυστηρότητα από πλευράς ΗΠΑ για τα επόμενα χρόνια και χαμηλότερη ανάπτυξη με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παγκόσμια οικονομία.
Πώς συνδέονται τα όσα συμβαίνουν στην αμερικανική οικονομία με την ελληνική; Απολύτως. Η οικονομική αβεβαιότητα διεθνώς δεν έχει εκλείψει και σε συνθήκες εκδήλωσης νεών κρίσεων, ειδικά με επίκεντρο τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, θωρακισμένες οικονομίες με επενδυτική βαθμίδα θα υποστούν μικρότερες αναταράξεις έναντι άλλων.
Σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών, ανάδειξης στο προσκήνιο νέων δυνάμεων, υποχώρησης της Ευρώπης, οφείλουμε να λαμβάνουμε πολύ σοβαρά τις αξιολογήσεις των οίκων.
Ούτε να ενθουσιαζόμαστε εύκολα, ούτε να τις αγνοούμε όταν δε μας αρέσουν, όπως κάποιες πολιτικές δυνάμεις αρέσκονταν να κάνουν στο παρελθόν, «πατώντας» πάνω στην όντως καθυστερημένη αντίδραση των οίκων στην ελληνική κρίση, καθώς και στις αδικαιολόγητες, κατά τη γνώμη μου, συνεχείς υποβαθμίσεις που ακολούθησαν. Κυρίως πρέπει να διαβάζουμε με προσοχή τις εκθέσεις τους, ακόμη και αν αυτές προέρχονται από λιγότερους γνωστούς.
Μπορεί να μην της δόθηκε η ανάλογη προβολή ωστόσο η προ ημερών αναβάθμιση σε investment grade της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τον R&I είναι άκρως σημαντική. Η Ιαπωνία αποτελεί ένα τεράστιο και ανερχόμενο χαρτοφυλάκιο, κινείται στην κατεύθυνση να διευρύνει την επενδυτική της παρουσία παντού και έχει τη δική του σημασία ότι ήταν ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που έδωσε επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα.
Τι «είδαν» οι Ιάπωνες; Ο,τι και προχθές η Scope Ratings, ό,τι προσδοκάμε ότι θα επιβεβαιώσουν και οι «μεγάλοι» το φθινόπωρο. Πως εκτός από μια ισχυρή κυβέρνηση, η Ελλάδα επιτυγχάνει πρόοδο στα κόκκινα δάνεια, μείωση του χρέους κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα και κυρίως βελτίωση στα δημοσιονομικά της, μετά το μεγάλο έλλειμμα που καταγράφηκε λόγω της πανδημίας.