Η εξέλιξη της ελληνικής οικιστικής αγοράς είναι αξιοσημείωτη και δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για το κατά πόσο αυτός ο αναβρασμός που επικρατεί είναι σημάδι περαιτέρω ανόδου.
Ξεκινώντας από μία μικρή αναδρομή στο παρελθόν, να θυμηθούμε ότι η αγορά βγήκε από μία πρωτόγνωρη, σχεδόν δεκαετή, οικονομική κρίση η οποία εκφράστηκε σε συνεχώς μειούμενες και εξαιρετικά χαμηλές αξίες. Το πρώτο φως στην άκρη του τούνελ παρουσιάστηκε προς το 2017 με την έναρξη λειτουργίας του προγράμματος της Golden Visa και την εισροή μεγάλου αριθμού αλλοδαπών αγοραστών, κυρίως από την Κίνα, οι συναλλαγές των οποίων κίνησαν την αγορά και βοήθησαν στη μείωση του μεγάλου, αδιάθετου αποθέματος κατοικιών που είχε δημιουργηθεί κατά την προ-κρίσης περίοδο.
Μιλώντας και από συγκεκριμένη εμπειρία της εταιρείας μας σε σημαντικού μεγέθους οικιστικό έργο του Αμαρουσίου, η μεγάλη ζήτηση από τους Κινέζους πελάτες διατηρήθηκε έως λίγο πριν την έναρξη της πανδημίας οπότε και εμφανίστηκαν, μετά από αρκετά χρόνια, και Έλληνες αγοραστές.
Επιπλέον, οι πλατφόρμες των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων δημιούργησαν μία νέα αγορά για τα οικιστικά ακίνητα, από επενδυτές πλέον, που προσδοκούσαν στην εκμετάλλευσή τους μέσω της μίσθωσης. Η αγορά αντέδρασε στα παραπάνω ερεθίσματα και οι αξίες μπορεί μεν να μην έφτασαν τα προ κρίσης επίπεδα, σημείωσαν όμως αρχικά μία σταθεροποίηση έως και μία μικρή αύξηση.
Παρά την πανδημία, στις αρχές της δεκαετίας και με τα πρώτα σημάδια της οικονομικής σταθερότητας ξεκίνησε η αυξητική τάση των τιμών αλλά και η επανεκκίνηση της οικοδομικής δραστηριότητας λόγω της ολοένα και αυξανόμενης ζήτησης τόσο από αλλοδαπούς, διαφορετικού πλέον προφίλ και αγοραστικής δύναμης, όσο και από Έλληνες.
Κυριότερος παράγοντας, τουλάχιστον για το λεκανοπέδιο της Αττικής, είναι η ανάπτυξη ποιοτικών έργων και η έναρξη του έργου - ορόσημου στο Ελληνικό το οποίο βοήθησε όλη την αγορά και συμπαρέσυρε σε μία εκθετικά αναπτυξιακή τροχιά όλα τα νότια προάστια, στα οποία πλέον τιμές της τάξεως των € 10.000 ανά τ.μ. κατά μέσο όρο, σε ιδιαίτερα ακίνητα, είναι μία κανονικότητα και τιμές ακόμα υψηλότερες συνήθη φαινόμενα.
Εκτός όμως από τις παραθαλάσσιες περιοχές, οι τιμές αυξήθηκαν και σε προάστια πέριξ αλλά βορειότερα του Ελληνικού, οι οποίες στο παρελθόν είχαν χαμηλότερες αξίες και τώρα σημειώνουν τιμές κατά μέσο όρο στις € 5.000 ανά τ.μ. σύμφωνα και με την εμπειρία μας από το υπό κατασκευή έργο μας H2 Residences. Αύξηση των τιμών παρατηρείται και στο κέντρο των Αθηνών τόσο σε σπανιότερα μεν, νέα έργα, όσο και σε παλαιότερα αλλά εκ βάθρων ανακαινισμένα ακίνητα, κομμάτι της αγοράς το οποίο παρουσιάζει επίσης μεγάλη άνθηση.
Εκτός φυσικά από τα παραπάνω, να αναφέρουμε ότι η άνοδος των τιμών οφείλεται και στη σταθερά υψηλή αξία της γης αλλά και στην πολύ σημαντική αύξηση του κόστους κατασκευής, απόρροια της πολυετούς στασιμότητας, της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου, αύξηση η οποία δεν υποχωρεί παρά τις αρχικές εκτιμήσεις και φαίνεται ότι έχει πλέον εδραιωθεί.
Τα συστατικά επιτυχίας ενός οικιστικού έργου στην Ελλάδα είναι το καλό προϊόν που μεταφράζεται σε υψηλή ποιότητα σχεδιασμού και κατασκευής και η καλή θέση, ιδανικά με εγγύτητα και καλή θέα προς τη θάλασσα. Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν τα νέα έργα παραθεριστικών κατοικιών της εταιρείας μας στην Κρήτη, μία αγορά στην οποία έχουμε επενδύσει γιατί πιστεύουμε στις δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξής της.
Σε οικόπεδα με άμεση επαφή με τη θάλασσα, με έμφαση στην ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, την αισθητική των χώρων και την υψηλή ενεργειακή απόδοση, έχουμε καταφέρει να επιτύχουμε τιμές πώλησης οι οποίες είναι από τις υψηλότερες στην αγορά και στοχεύουμε σε ακόμα μεγαλύτερες τιμές στα επόμενα έργα μας.
Ως προς τις προοπτικές της αγοράς, το κατά πόσο η τωρινή κατάσταση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «φούσκα» και το κατά πόσο η ανάπτυξη αυτή μπορεί να διατηρηθεί, η απάντηση είναι διττή. Περιοχές που απλά συμπαρασύρονται από το ανοδικό ρεύμα χωρίς να αλλάζουν και χωρίς να προσφέρουν ποιότητα στα οικιστικά προϊόντα και στο περιβάλλον, είναι λογικό να σημειώσουν κάποια ύφεση τα επόμενα χρόνια.
Υπάρχουν όμως και αγορές οι οποίες θα διατηρηθούν και θα ισορροπήσουν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές αστικές και παραθεριστικές περιοχές με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και με καλές υποδομές οι οποίες, συγκρινόμενες με άλλους Ευρωπαϊκούς και διεθνείς προορισμούς, είναι ακόμα υποτιμημένες.
Θεωρούμε λοιπόν ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο περαιτέρω ανάπτυξης υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει οργανωμένη δουλειά στο marketing και στις πωλήσεις για την προσέλκυση διεθνούς πελατείας. Εάν η προσπάθεια αυτή στεφθεί με επιτυχία, τότε η ανάπτυξη θα είναι ακόμα μεγαλύτερη και η συνεισφορά του real estate στην εθνική οικονομία ακόμα πιο ουσιαστική.
* Ο Κωνσταντίνος Χασάπης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της AVAX Development