Με καζάνι που βράζει μοιάζει η Γαλλία, σε πολιτικό, οικονομικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο. Η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης μετά την πρόταση δυσπιστίας, η γαλλική οικονομία «πνίγεται» από τα ελλείμματα, το χρέος και την αναιμική ανάπτυξη, ενώ οι πολίτες δηλώνουν άκρως απαισιόδοξοι.
Πριν από λίγες ημέρες, οι Financial Times αναφέρθηκαν στην κρίση που βιώνει η Γαλλία, παρομοιάζοντάς την με την κρίση χρέους της Ελλάδας, ενώ σε δημοσκόπηση της Ipsos για την Le Monde, μόλις σε ποσοστό 3% οι Γάλλοι δηλώνουν ικανοποιημένοι και αισιόδοξοι. Μάλιστα, μεταξύ των ψηφοφόρων του κόμματος του Μακρόν, το ποσοστό ικανοποίησης διαμορφώνεται στο 10%, έναντι 37% το 2021.
Ήδη, οι επενδυτές ζητούν μεγαλύτερο premium για να δανείσουν τη Γαλλία, σε σύγκριση με την Ελλάδα, αντανακλώντας τόσο την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας και της δημοσιονομικής της θέσης, όσο και την αβεβαιότητα για το μέλλον της γαλλικής οικονομίας. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Προϋπολογισμός για το 2025, ο οποίος προβλέπει αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών συνολικού ύψους 60 δισ. ευρώ. Η Μαρίν Λεπέν ζητάει μεγαλύτερες περικοπές δαπανών αλλά αντιτίθεται στις αυξήσεις φόρων, ενώ το αριστερό Νέο Λαϊκό Μέτωπο αντιδρά σε κάθε μέτρο λιτότητας και κάπως έτσι είναι αδύνατο να υπάρξει συμβιβασμός.
Ο Μπαρνιέ ενεργοποιεί άρθρο που του δίνει το δικαίωμα να περάσει τον Προϋπολογισμό χωρίς ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα τα κόμματα της ακροδεξιάς και της αριστεράς να θέλουν να τον «ρίξουν» καταθέτοντας πρόταση δυσπιστίας.
Το χρέος της Γαλλίας είναι πολλαπλάσιο από της Ελλάδας και στην περίπτωση που σημειωθεί μαζικό sell-off στα γαλλικά ομόλογα, η Ευρωζώνη θα κινδυνέψει με οικονομικό χάος. Το δημόσιο χρέος ξεπερνάει τα 3,2 τρισ. ευρώ και είναι προφανές πως αν οι αποδόσεις εκτιναχθούν, η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να προσφέρει στη Γαλλία, αυτό που οι αξιωματούχοι της απέρριπταν τον περασμένο Ιούνιο: Μία σανίδα σωτηρίας υπό τη μορφή του TPI (Transmission Protection Instrument), του εργαλείου που της επιτρέπει να αγοράζει απεριόριστες ποσότητες ομολόγων μίας χώρας-μέλους, με την προϋπόθεση ότι η χώρα θα συμμορφώνεται με τους κανόνες.
Αν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, οι επενδυτές θα θελήσουν να εγκαταλείψουν τα ευρωπαϊκά assets και δεν αποκλείεται να ζήσουμε ξανά την κρίση χρέους της περασμένης δεκαετίας. Συγκεκριμένα, για τη Γαλλία, το ιδιαίτερα δυσμενές προφίλ χρέους εξαιτίας των συνεχιζόμενων ελλειμμάτων, υποδηλώνει ότι η χώρα πολύ δύσκολα θα περιορίσει τα ελλείμματα, πόσο μάλλον να τα επαναφέρει στο επίπεδο που απαιτούν οι κανόνες της Ε.Ε.
Στο σενάριο που η κυβέρνηση του Μπαρνιέ διαλυθεί, ο Μακρόν θα πρέπει να βρει ένα νέο πρόσωπο που θα μπορέσει τουλάχιστον να καταρτίσει τον Προϋπολογισμό του 2025 (μπορεί να γίνει και με μεταβατική κυβέρνηση), καθώς νέες εκλογές δεν μπορούν να διενεργηθούν έως τον Ιούλιο. Επειδή, όμως, το πιθανότερο είναι και η νέα κυβέρνηση να είναι μειοψηφίας, σε κάθε νομοσχέδιο θα υπάρχει ο κίνδυνος μιας νέας πρότασης δυσπιστίας. Επομένως, είναι πολύ πιθανό να συρθεί η Γαλλία σε μία πολιτική κρίση διαρκείας, η οποία θα έχει αντίκτυπο και στις αγορές.
Στην περίπτωση που συγκροτηθεί προσωρινή κυβέρνηση, οι αγορές θα γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται για μακροπρόθεσμη λύση που μπορεί να εφαρμόσει τα μέτρα που χρειάζονται, έτσι ώστε να περιοριστεί το έλλειμμα και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ.
Γι’ αυτό βλέπουμε και τις πιέσεις που δέχονται τα γαλλικά ομόλογα, με το spread με τα γερμανικά να είναι στο υψηλότερο επίπεδο από το 2012. Στο χρηματιστήριο του Παρισιού, ο δείκτης CAC βρίσκεται περίπου 12% χαμηλότερα από το ιστορικό του υψηλό που σημείωσε τον περασμένο Μάιο, υποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί, καθώς η Γαλλία μετράει ήδη έξι μήνες πολιτικής αβεβαιότητας και λύσεις που θα ικανοποιούν όλα τα μέρη δεν υπάρχουν.
Δεν είναι, όμως, μόνο η Γαλλία που αντιμετωπίζει προβλήματα. Η Ιταλία, για παράδειγμα, της οποίας ο Προϋπολογισμός έλαβε το «πράσινο φως» από την Κομισιόν, βρίσκεται σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος, που σημαίνει ότι πρέπει να εφαρμόσει μέτρα λιτότητας για να διορθώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ η Γερμανία δεν έχει ακόμα καταθέσει το δικό της Μεσοπρόθεσμο, λόγω της διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμού και των επικείμενων εκλογών.
Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία είναι οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης και εκείνες που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να… τραβούν το κουπί της ανάπτυξης. Αντί γι’ αυτό, απειλούν να συμπαρασύρουν ολόκληρη την Ευρωζώνη σε μία δεκαετία στασιμότητας.
Από τα Μεσοπρόθεσμα προγράμματα που κατατέθηκαν στην Κομισιόν την περασμένη εβδομάδα, προκύπτει ότι η Ευρωζώνη θα βιώσει μία νέα περίοδο λιτότητας. Όχι τόσο αυστηρής, όσο είδαμε την περασμένη δεκαετία στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά ικανής να πλήξει ανεπανόρθωτα την ανάπτυξη. Σε μία συγκυρία, μάλιστα, που η Ευρωζώνη πρέπει να ξεπεράσει τις προσδοκίες για να μη μεγαλώσει επικίνδυνα το χάσμα που τη χωρίζει – σε διάφορα πεδία - από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι παρά την επαναφορά των – έστω αναθεωρημένων – δημοσιονομικών κανόνων, τα ελλείμματα των περισσότερων χωρών - μελών θα είναι μεγαλύτερα απ’ ότι ήταν πριν την πανδημία. Αν σε αυτά τα συμπεράσματα προστεθεί και η δικαιολογημένη απαισιοδοξία των πολιτών εξαιτίας της ακρίβειας, καθώς και η ανάγκη στήριξης της ανάπτυξης, γίνεται αντιληπτό ότι κρίση στην Ευρωζώνη είναι μάλλον αναπόφευκτη.