Πολλές φορές στο παρελθόν έχει γραφτεί τέτοιες μέρες ότι η χρονιά που έρχεται είναι πολύ σημαντική για τις ελληνικές τράπεζες. Τις περισσότερες φορές, όμως, αυτό που έκανε κάποιους να πιστεύουν σε ένα καλύτερο αύριο ήταν περισσότερο διακαής πόθος παρά ρεαλιστική προσδοκία. Σήμερα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Ποτέ ξανά οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν μπροστά τους μία τόσο μεγάλη ευκαιρία.
Αυτός είναι ο λόγος που ο τραπεζικός δείκτης στο Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει γράψει +110% από τα χαμηλά στις αρχές Νοεμβρίου.
Η ΕΤΕ είναι στο +139,7% από εκείνο το σημείο, η Alpha Bank στο +112%, η Eurobank στο +101% και η Τρ. Πειραιώς στο +72,36%. Ήταν τόσο απότομο το ράλι που πολλοί ξένοι οίκοι δεν πρόλαβαν να αναπροσαρμόσουν τις τιμές-στόχους και αναμένεται να το πράξουν στις αρχές του 2021. Τότε θα δούμε τα πραγματικά περιθώρια ανόδου που βλέπουν για τις τραπεζικές μετοχές.
Εν αναμονή των νέων τιμών-στόχων, το κλίμα τελευταία βελτιώνεται συνεχώς και επενδυτές οι οποίοι εγκατέλειψαν… κακήν κακώς την Ελλάδα το 2015 σήμερα επιστρέφουν. Παράγοντες της ελληνικής αγοράς αναμένουν σημαντικές εισροές «νέου χρήματος» τους επόμενους μήνες καθώς θα εξασθενεί η πανδημία και θα ξεκαθαρίζει ο ορίζοντας.
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση της Morgan Stanley σε πρόσφατη έκθεσή της. Η αμερικανική τράπεζα πιστεύει στην ελληνική οικονομία λόγω των σημαντικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, της εξάρτησης από τον τουρισμό (υπό την προϋπόθεση ότι θα ανακάμψει δυναμικά) και των χαμηλών αποτιμήσεων στο ΧΑ και κυρίως των τραπεζών.
Σε όλα τα επίπεδα, από τα κόκκινα δάνεια, έως την κερδοφορία, το έδαφος είναι στρωμένο, χάρη στην πρωτοφανή συγκυρία, για να ξεφύγουν οι τράπεζες από τη μιζέρια του παρελθόντος και να προσπαθήσουν να επιβιώσουν επί ίσοις όροις στο νέο διεθνές και εγχώριο περιβάλλον που αρχίζει να διαμορφώνεται. Οι προσδοκίες, λοιπόν, είναι μεγάλες.
Η πρώτη προσδοκία σχετίζεται με την ανάπτυξη, γι’ αυτό άλλωστε τρέχουν τόσο πολύ οι μετοχές μετά τα θετικά νέα για τα εμβόλια. Η ελληνική είναι μία από τις οικονομίες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησής της από τον τουρισμό. Από τον τουρισμό θα κριθεί και πάλι η επίδοση του ΑΕΠ και αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα: να έχουμε επιστρέψει σε μεγάλο βαθμό στην κανονικότητα έως το καλοκαίρι.
Ανεξάρτητα από το πόσο υψηλός θα είναι ο ρυθμός ανάπτυξης του 2021, οι επενδυτές γνωρίζουν ότι οι ελληνικές τράπεζες θα ωφεληθούν τα επόμενα χρόνια από το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς οι ευρωπαϊκοί πόροι θα περάσουν και από το τραπεζικό σύστημα για να φτάσουν στην οικονομία και να υλοποιηθούν επενδυτικά project. Επιπλέον, στην Ελλάδα έχουν ήδη αρχίσει να υλοποιούνται επενδύσεις όπως το μεγαλεπήβολο project του Ελληνικού και γενικότερα οι προοπτικές της οικονομίας είναι πολύ καλές μετά από δεκαετή κρίση.
Οι ξένοι επενδυτές επίσης εκτιμούν ότι η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τη Moody’ s σε Ba3 από B1 οφείλεται στο μεταρρυθμιστικό momentum και στις προοπτικές της οικονομίας.
Η δεύτερη μεγάλη προσδοκία αφορά τι άλλο, τα κόκκινα δάνεια. Ποτέ ξανά δεν είχαμε φτάσει στο σημείο να «βλέπουμε» στο βάθος του τούνελ τη μείωση των NPLs σε μονοψήφιο ποσοστό. Η Eurobank άνοιξε το χορό με την τιτλοποίηση Cairo των 7,5 δισ. ευρώ, ακολούθησε η Alpha Bank με το Galaxy των 10,8 δισ. ευρώ (ένα από τα μεγαλύτερα deals κόκκινων δανείων στην Ευρώπη), η Τρ. Πειραιώς και την πόρτα του «Ηρακλη Ι» κλείνει η Εθνική Τράπεζα με το project Frontier των 6,1 δισ. ευρώ.
Διεθνώς πλέον αναγνωρίζεται ότι το ενδιαφέρον για τις ελληνικές τιτλοποιήσεις είναι ιδιαίτερα αυξημένο και βρίσκονται στα σκαριά δύο ακόμη πρωτοβουλίες, ο «Ηρακλής ΙΙ» και η ελληνική bad bank που θα βελτιώσουν ακόμη περισσότερο το Investment case των ελληνικών τραπεζών.
Οι τραπεζικές διοικήσεις πιστεύουν ότι μπορούν να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια κάτω από το 10% στο τέλος του 2021 ή στις αρχές του 2022 (αν και δεν έχουν όλες οι τράπεζες την ίδια δυναμική) και οι ξένοι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις. Είναι σίγουρο ότι χρηματιστηριακά τα όποια θετικά νέα στο πεδίο αυτό θα αντανακλώνται με άνοδο στο ταμπλό.
Εκτός από τις προσδοκίες υπάρχουν και εστίες αβεβαιότητας. Το ρίσκο για τους επενδυτές εξακολουθεί να είναι η πιθανότητα να χρειαστούν αυξήσεις κεφαλαίου που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε dilution. Ένας κίνδυνος που κρατούσε για πολλά χρόνια μεγάλα επενδυτικά χαρτοφυλάκια μακριά από εγχώρια τραπεζικά χαρτιά.
Είναι εφικτό να μην χρειαστούν νέες ΑΜΚ; Η απάντηση είναι ναι, αρκεί όπως αναφέρει σε μελέτη του ο Γκίκας Χαρδούβελης, να επαληθευτεί το αισιόδοξο σενάριο και να ικανοποιηθούν αυστηρές προϋποθέσεις. Σύμφωνα με όσα αναφέρει σε σχετική μελέτη, πρώτη προϋπόθεση είναι η ελληνική οικονομία να σταθεί όρθια το 2020-2021 και οι τράπεζες να μην αντιμετωπίσουν μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, γεγονός που θα επέφερε νέες απαιτήσεις για προβλέψεις επισφάλειας και ίδια κεφάλαια.