Το 2024 θα μείνει αναμφίβολα στην ιστορία των αγορών, οτιδήποτε και αν συμβεί στο υπόλοιπο του έτους. Εκτός από τις αναμενόμενες μειώσεις των επιτοκίων από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, τα spot ETF στα crypto και τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, η φετινή χρονιά έχει ήδη χαρακτηριστεί από τα μεγάλα χρηματιστηριακά ρεκόρ και μάλιστα όχι μόνο στη Wall Street αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Τι μέλλει γενέσθαι, λοιπόν, για τις παγκόσμιες μετοχές; Θα συνεχιστεί το ανοδικό momentum με φόντο την τρέλα που επικρατεί στον κόσμο των επενδύσεων -και όχι μόνο - για τις δυνατότητες της γενετικής τεχνητής νοημοσύνης; Υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθεί το τραγικό 2022 όταν στην αρχή του έτους καταγράφηκαν νέα υψηλά αλλά μετά οι αγορές κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι εξαιτίας των γεωπολιτικών αναταράξεων και της ενεργειακής κρίσης;
Στις ΗΠΑ, το πρώτο ρεκόρ για τον S&P 500 ήρθε στις 19 Ιανουαρίου όταν ο δείκτης ανήλθε σε ιστορικό υψηλό για πρώτη φορά μετά την πρώτη συνεδρίαση του 2022 και στις 4.839 μονάδες, με προηγούμενο ρεκόρ τις 4.796 μονάδες. Από τότε τα ρεκόρ πέφτουν βροχή, με τον κορυφαίο χρηματιστηριακό δείκτη των παγκόσμιων αγορών να σημειώνει συνολικά 13 νέα ιστορικά υψηλά μέσα στο 2024. Είχαν προηγηθεί τα διαδοχικά ιστορικά υψηλά του βιομηχανικού Dow Jones, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq έχει φτάσει μία ανάσα από το δικό του ρεκόρ που κρατάει από τον Νοέμβριο του 2021, αλλά δεν το έχει καταφέρει.
Πέρα, όμως, από την αμερικανική αγορά, οι μετοχές έχουν την… τιμητική τους και σε πολλά άλλα μεγάλα χρηματιστήρια. Όπως του Τόκιο, όπου ο θρυλικός Nikkei έσπασε ένα ρεκόρ που κρατούσε για 34 ολόκληρα χρόνια, αναγκάζοντας τους αναλυτές να κάνουν λόγο για μια νέα εποχή για τις ιαπωνικές μετοχές. Για να καταφέρει ο Nikkei να γράψει νέο ιστορικό υψηλό, για πρώτη φορά από το 1990, έπρεπε η Bank of Japan να διατηρήσει χαμηλά τα επιτόκια, γεγονός που έριχνε το γεν και καθιστούσε φθηνότερα τα ιαπωνικά assets.
Χαράς ευαγγέλια για τους «ταύρους» έχουμε και στην… πολύπαθη Ευρώπη. Παρά την εδώ και περίπου ένα χρόνο ύφεση στη Γερμανία, το χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης είδε τον DAX να γράφει διαδοχικά ιστορικά υψηλά, ενώ στο ίδιο μονοπάτι των συνεχόμενων ρεκόρ κινήθηκε και ο CAC στην πόλη του φωτός. Οι δύο αυτοί δείκτες παρέσυραν και τον πανευρωπαϊκό Stoxx 600 σε νέες κορυφές, ενώ και στη χώρα μας το Χρηματιστήριο της Αθήνας συνεχίζει τη διαρκώς ανοδική του πορεία.
Ας δούμε, λοιπόν, πως μπορεί να χαλάσει το κλίμα. Η αλήθεια είναι ότι οι «μαύροι κύκνοι» δεν μπορούν να προβλεφθούν, οπότε ας πάμε με όσα δείχνουν οι γυάλινες σφαίρες των αναλυτών. Η πεποίθηση που κυριαρχεί είναι ότι το καλό κλίμα θα συνεχιστεί γιατί η μανία για την τεχνολογία δύσκολα θα υποχωρήσει και επιπλέον μέσα στους επόμενους μήνες και πιθανότατα από τον Ιούνιο, θα ξεκινήσουν και οι μειώσεις των επιτοκίων που δεδομένα θα συνεισφέρουν στο καλό κλίμα. Η Capital Economics εκτιμά ότι η «ανωτερότητα» των αμερικανικών μετοχών θα συνεχιστεί, συμπαρασύροντας και τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες αγορές.
Οι προβολείς θα συνεχίσουν να πέφτουν στην Nvidia, η οποία πλέον έχει δημιουργήσει το δικό της κοινό και θεωρείται μοναδική περίπτωση, «Magnificent One» όπως πολύ εύστοχα την χαρακτήρισε το MarketWatch για να την ξεχωρίσει από τις «Magnificent Seven». Ορισμένοι, μάλιστα, αναλυτές έχουν φτάσει στο σημείο να υποστηρίζουν ότι ο Τζένσεν Χουάνγκ είναι μεγαλύτερη φυσιογνωμία από τον Ίλον Μασκ. Την ίδια ώρα, οι προβλέψεις των επενδυτικών οίκων στέλνουν τον S&P 500 από τις 5.500 έως τις 6.500 μονάδες στο τέλος του 2024.
Όμως οι προβλέψεις είναι προβλέψεις και πολύ συχνά πέφτουν έξω, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα ράλι κάποια στιγμή τελειώνουν και πάντα ακολουθούν διορθώσεις. Η αναθέρμανση του πληθωρισμού, η περαιτέρω καθυστέρηση των μειώσεων στα επιτόκια από την Fed και την ΕΚΤ, η υποψία ύφεσης στις ΗΠΑ προς το καλοκαίρι και τα συνεχιζόμενα προβλήματα στην Ευρωζώνη, είναι παράγοντες που μπορεί να επιδεινώσουν το κλίμα.
Βέβαια, ο ενθουσιασμός για την τεχνητή νοημοσύνη είναι τέτοιος που δύσκολα θα νικηθεί χωρίς να ξεσπάσει κάποια κρίση, όπως π.χ. η κλιμάκωση των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή που θα εκτινάξει τις τιμές του πετρελαίου ή κάποιο απρόοπτο με τις αμερικανικές εκλογές.