Την τελευταία ημέρα του Αυγούστου, η τιμή του αλουμινίου στο χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου (LME) έφθασε στο ψηλότερο σημείο από το 2011, ξεπερνώντας τα 2.726 δολάρια/τόνο. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη, αφού παρόμοιες κινήσεις έχουμε δει νωρίτερα φέτος από τον χαλκό και τα σιδηρομετάλλευμα, τα οποία όμως έχουν «κολλήσει» τους τελευταίους τρεις με τέσσερις μήνες.
Το αλουμίνιο όμως δεν επηρεάστηκε από την διορθωτική πορεία του χαλκού και του σιδηρομεταλλεύματος, και συνέχισε τη σταδιακή και αρκετά ομαλή άνοδο που ξεκίνησε την άνοιξη του 2020 από την τιμή των 1.500 δολαρίων/ τόνο. Από το σημείο εκείνο μέχρι τώρα έχει ανεβεί κατά περίπου 80%, ενώ από την αρχή του 2021 η άνοδος είναι της τάξης του 35%.
Στην περίπτωση του αλουμινίου είναι προφανές πως ισχύει ό,τι και στα άλλα βασικά μέταλλα. Αμέσως μετά τη βύθιση της οικονομικής δραστηριότητας που έφερε η πανδημία, η κινεζική οικονομική ανάκαμψη έφερε την αύξηση της ζήτησης και των τιμών.
Η σταδιακή επιστροφή στην ανάπτυξη για τις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ επέτεινε την άνοδο, και από ένα σημείο και μετά η ζήτηση από την Κίνα έπαψε να είναι ο σημαντικότερος παράγων για την εξέλιξη της τιμής των μετάλλων.
Ειδικότερα για το αλουμίνιο, σύμφωνα με μεγάλους παράγοντες της αγοράς όπως η Goldman Sachs, η Citigroup και η μεγάλη εταιρεία εμπορίας μετάλλων Trafigura, βρίσκεται σε εξέλιξη μία διαδικασία που μέσα στα επόμενα χρόνια θα οδηγήσει την παγκόσμια αγορά του μετάλλου σε έλλειμμα προσφοράς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε για πολλά χρόνια.
Η αλλαγή της σχέσης της προσφοράς με τη ζήτηση έχει να κάνει – σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο – με δύο βασικούς παράγοντες. Με την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης για αλουμίνιο, αφενός από την αυτοκινητοβιομηχανία που στρέφεται προς την ηλεκτροκίνηση και αφετέρου από τον τομέα της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Και με την πιθανολογούμενη μείωση της παραγωγής αλουμινίου λόγω της ανάγκης για περιορισμό της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, και όπως ξέρουμε, η παραγωγή αλουμινίου απαιτεί τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες για άλλα βιομηχανικά μέταλλα. Η θεωρία αυτή λέει λοιπόν πως μέχρι να φθάσουμε στο σημείο που τα εργοστάσια παραγωγής αλουμινίου θα μπορούν να δουλεύουν με ηλεκτρικό ρεύμα που θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, η ζήτηση θα αυξάνεται περισσότερο από την προσφορά και κατά συνέπεια η τιμή του θα ακολουθεί ανοδική πορεία. Με βάση αυτό το σκεπτικό, οι παράγοντες της αγοράς που αναφέραμε παραπάνω προβλέπουν πως μέσα στο 2022 το αλουμίνιο θα ανεβεί ακόμα περισσότερο και θα πλησιάσει τα ιστορικά υψηλά των 3.300 δολαρίων/τόνο που είχαν σημειωθεί το 2008.
Η βραχυπρόθεσμη εικόνα
Αυτά όσον αφορά τη μεσοπρόθεσμη εικόνα για τις εξελίξεις στην αγορά αλουμινίου. Η βραχυπρόθεσμη εικόνα, τουλάχιστον μέσα στον Αύγουστο που μόλις τελείωσε, επηρεάστηκε πολύ από τα νέα από την Κίνα. Οι τοπικές αρχές σε δύο τουλάχιστον περιοχές της χώρας, η οποία παράγει περίπου το 60% του παγκοσμίου αλουμινίου, ενημέρωσαν τα εργοστάσια επεξεργασίας του μετάλλου πως θα πρέπει να περιορίσουν την παραγωγή τους με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να πιαστούν οι στόχοι που έχει θέσει η ηγεσία της χώρας σχετικά με τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.
Πέρα από το γεγονός πως αυτά τα νέα δικαιώνουν εν μέρει και τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων, σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο προκάλεσαν αύξηση του αγοραστικού ενδιαφέροντος από πελάτες που φοβήθηκαν πως δεν θα μπορέσουν να προμηθευθούν όσο αλουμίνιο χρειάζονται, και φυσικά από κερδοσκόπους οι οποίοι εκτίμησαν πως η άνοδος θα έχει και συνέχεια. Τα στοιχεία από το χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου μάλλον ενισχύουν την πρώτη υπόθεση, αφού η τιμή των συμβολαίων αλουμινίου που λήγουν σε τρεις μήνες είναι κατά 1% χαμηλότερη από τη σημερινή, κάτι που σχεδόν πάντα συμβαίνει όταν υπάρχουν ελλείψεις – ή φόβοι για τυχόν ελλείψεις – σε μία αγορά.
Η άνοδος που ήρθε εξ αιτίας των περιορισμών που τέθηκαν στα κινεζικά εργοστάσια αλουμινίου δεν άρεσε καθόλου στην κινεζική ηγεσία. Τα υψηλά δεκαετίας που σημειώθηκαν, προβλημάτισαν τους κινέζους αξιωματούχους, οι οποίοι οργάνωσαν μία μικρή εκστρατεία προσπαθώντας να παγώσουν λίγο την καυτή αγορά. Από τη μία συνέχισαν τις πωλήσεις αξιόλογων ποσοτήτων μετάλλων από τα κρατικά αποθέματα, θέλοντας να δείξουν πως δεν υπάρχει καμία έλλειψη. Από την άλλη, το πρωί της 1ης Σεπτεμβρίου, η Κινεζική ένωση των παραγωγών μη σιδηρούχων μετάλλων δήλωσε, μέσω μίας περιοδικής ενημερωτικής έκδοσης, πως δεν υπάρχει ουσιαστική έλλειψη αλουμινίου ούτε αρκετή ζήτηση που να δικαιολογούν τη μεγάλη άνοδο της τιμής του μετάλλου, και πως οι πολύ υψηλές τιμές μπορεί σύντομα να επηρεάσουν τη ζήτηση και να προκαλέσουν τελικά σημαντική πτώση.
Οι δηλώσεις αυτές, σε συνδυασμό με τα σχετικά απογοητευτικά στοιχεία για την οικονομική δραστηριότητα του Αυγούστου στην Κίνα, τα οποία έδειξαν πως η μεταποιητική δραστηριότητα στη χώρα συρρικνώθηκε ενώ αναμενόταν οριακή μεγέθυνσή της, έφεραν την πρώτη διόρθωση στην τιμή του αλουμινίου εδώ και πολλές μέρες.
Δεν ξέρουμε αν για την πτώση ευθύνονται οι δηλώσεις των Κινέζων παραγωγών ή τα κακά οικονομικά νέα, μπορεί όμως απλά να είχε έρθει η ώρα για να ξεκουραστεί η αγορά, μετά από τόσο «τρέξιμο».
Ανεξάρτητα από το αν η χθεσινή πτώση θα έχει βραχυπρόθεσμη συνέχεια, το σημαντικότερο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι πως αν οι εκτιμήσεις των διεθνών οικονομικών οίκων και της Trafigura είναι σωστές, αργά ή γρήγορα η άνοδος του αλουμινίου θα ξαναρχίσει και ο επόμενος στόχος θα είναι τα ψηλά του 2008, δηλαδή τα 3.300 δολάρια/τόνο.
Πώς θα καταλάβουμε αν έχουν δίκιο; Μάλλον θα το μάθουμε εκ των υστέρων, εφ’ όσον η τιμή του μετάλλου ξεφύγει από την περιοχή των 2.700 – 2.800 δολαρίων/τόνο.