Σαν «από μηχανής Θεός» ήρθαν τα στοιχεία του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, προσφέροντας την ευκαιρία για μια ανοδική αντίδραση στους κύριους δείκτες της Wall Street χθες, μετά από συνεχόμενες αρνητικές συνεδριάσεις που τους έφεραν κάτω από τους μέσους κινητούς όρους των 200 ημερών.
Η ποιότητα της ανοδικής αντίδρασης είναι αυτή που θα μας υποδείξει αν η διόρθωση στη Wall έχει ολοκληρωθεί ή όχι. Μέχρι στιγμής πάντως τα δείγματα δεν είναι καλά.
Θα περίμενε κανείς ότι η ζώνη των 5500-5600 μονάδων θα ενεργοποιούσε τα συνήθη αντανακλαστικά των επενδυτών κάτω από το δόγμα «buy the dip» και θα εκτίνασσε τη μητέρα των αγορών σαν ελατήριο πάνω από τη ζώνη των 200αρηδων, ήτοι πάνω από τις 5723-5757 μονάδες, με συνοπτικές μάλιστα διαδικασίες.
Χθες όμως η αγορά έφτασε έως τις 5642 μονάδες - ούτε καν στις 5654 μονάδες που είναι μια εκ των βασικών συνθηκών που πρέπει να διασφαλιστεί έστω στο κλείσιμο εβδομάδας - για να γυρίσει εν συνεχεία και πάλι πέριξ των 5600 μονάδων.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να δουν οι ταύροι τις επόμενες ημέρες είναι:
- η αγορά να απομακρυνθεί άμεσα από τις 5760 μονάδες,
- η τρέχουσα εβδομάδα να κλείσει τουλάχιστον πάνω από τις 5654 μονάδες.
Αν η αγορά δεν καταφέρει να κατακτήσει τα παραπάνω τεχνικά ορόσημα, τότε το πιο πιθανό είναι το διάγραμμα να «ανοίξει» για τα επίπεδα των 5.200-5.300 μονάδων.
Πέραν της τεχνικής ανάλυσης όμως, η αλήθεια είναι ότι τα στοιχεία του πληθωρισμού που ανακοινώθηκαν χθες δεν είναι αρκετά για να αναιρέσουν τη θεμελιώδη εικόνα που διαμορφώνει η δασμολογική πολιτική του Ντόναλτ Τραμπ. (σ.σ: Σχετικές αναλύσεις μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ).
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν αυξημένα κόστη εισαγόμενων αγαθών - πρώτες ύλες, εξαρτήματα, μηχανήματα κ.ο.κ - εξέλιξη που θα συρρικνώσει την ανταγωνιστικότητα τους.
Επιπλέον, η αναδιάταξη των εφοδιαστικών αλυσίδων που συνεπάγεται η επιστροφή μέρους της βιομηχανικής παραγωγής στις ΗΠΑ, είναι μια κατεξοχήν πληθωριστική διαδικασία, κάτι που αντιλαμβάνονται ήδη οι καταναλωτές. Με έναν στους τέσσερις Αμερικανούς να φοβάται για μείωση του βιοτικού επιπέδου, είναι δύσκολο να περιμένει κανείς ότι τους επόμενους μήνες η κατανάλωση θα παραμείνει υποστηρικτική κατά τα πρότυπα των τελευταίων ετών.
Παρά τη μεγαλύτερη του αναμενόμενου επιβράδυνση του πληθωρισμού λοιπόν, έχουμε «ταλαιπωρία» μπροστά μας.
Άλλωστε τα στοιχεία του πληθωρισμού για τον μήνα του Φεβρουαρίου πέραν ότι είναι μια «φωτογραφία του χθες», δεν ήταν και τόσο θεαματικά καλύτερα. Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή έτρεξε με ρυθμό 2,8% ετησίως τον περασμένο μήνα, επιβραδύνοντας από το 3% του Ιανουαρίου και έναντι εκτίμησης της αγοράς για υποχώρηση στο 2,9%.
Στη σύγκριση Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου ο δείκτης αυξήθηκε με ρυθμό 0,2% μετά την αύξηση κατά 0,5% της περασμένης μηνιαίας σύγκρισης, ελαφρώς χαμηλότερα από την εκτίμηση για αύξηση κατά 0,3%.
Παρόμοια ήταν η τάση και στον δομικό πληθωρισμό, που δεν προσμετρά τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων και στον οποίο εστιάζουν περισσότερο οι Κεντρικές Τράπεζες. Ο δομικός ΔΤΚ στις ΗΠΑ υποχώρησε στο 3,1% ετησίως τον Φεβρουάριο από το 3,3% του Ιανουαρίου και έναντι εκτίμησης για οριακή επιβράδυνση στο 3,2%.
Σε μηναία βάση, οι τιμές σε δομικό επίπεδο αυξήθηκαν με ρυθμό 0,2% έναντι πρόβλεψης για 0,3%, μετά τη μηναία αύξηση κατά 0,4% του Ιανουαρίου.
Η οριακά καλύτερη έκθεση για τον δείκτη τιμών καταναλωτή, μπορεί πράγματι να αμβλύνει τις ανησυχίες για μελλοντική ενίσχυση των τιμών και επιβράδυνση της ανάπτυξης λόγω των δασμών που εφαρμόζει σχεδόν σε όλους τους εμπορικούς του εταίρους ο Ντόναλτ Τραμπ;
Αν και αναμφίβολα η ανακοίνωση για τον πληθωρισμό του Φεβρουαρίου πρόσφερε μια ανάσα ενόψει τον δασμών που αναμένεται να αυξήσουν τα κόστη, υποδεικνύοντας ότι οι πληθωριστικές πιέσεις τον Φεβρουάριο κινήθηκαν με τον βραδύτερο ρυθμό των τελευταίων τεσσάρων μηνών, εντούτοις το χθεσινό γύρισμα του S&P500 κάτω από τις 5600 μονάδες, μάλλον αποτελεί μια αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, καθώς αποκαλύπτει ότι ένα μεγάλο μέρος της επενδυτικής κοινότητας δεν έχει αποφασίσει ακόμα να αγοράσει τη «βουτιά».
Προβληματισμοί στην κοινότητα των διαχειριστών
Η μεγαλύτερη ίσως διαφορά της δεύτερης θητείας του Ντόναλτ Τραμπ από την πρώτη, είναι η έλλειψη ανησυχίας για το πώς θα αντιδράσει η χρηματιστηριακή αγορά βραχυπρόθεσμα στις πολιτικές που εξαγγέλλει.
Αν και σαφώς ο Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι σωστά προσανατολισμένος στην προτεραιότητα του ελέγχου του χρέους και της μείωσης των δαπανών, εντούτοις η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ παραμένει βαρίδι όχι μόνο για την αγορά, αλλά και για την οικονομία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι χθες ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι επιβάλει δασμούς στον εισαγόμενο χάλυβα και αλουμίνιο, οι οποίοι θα επηρεάσουν την ΕΕ, την Αυστραλία, τον Καναδά κ.α, παρά την ισχυρή πτώση της αγοράς τις δύο προηγούμενες ημέρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντέδρασε σχεδόν αμέσως, προαναγγέλλοντας αντίμετρα με δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα αξίας 26 δισ. ευρώ με ισχύ από τον Απρίλιο.
Πρόκειται για ένα ακόμη κεφάλαιο του εμπορικού πολέμου που έχουν ξεκινήσει οι ΗΠΑ. Ενός πολέμου που ωθεί πλέον πολλούς αναλυτές να μιλάνε όλο και πιο ανοικτά για ύφεση στις ΗΠΑ, εξέλιξη αδιανόητη μέχρι πριν λίγες εβδομάδες, ενώ ένα ένα τα «μεγάλα σπίτια» επανεξετάζουν τις τοποθετήσεις τους.
Η Citigroup για παράδειγμα υποβάθμισε τις αμερικανικές μετοχές σε ουδέτερη στάση, η Morgan Stanley προτιμά τις εταιρείες και τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, ενώ η T. Rowe Price Group προτιμά τις ευρωπαϊκές μετοχές και η Fidelity International προσθέτει γερμανικές μετοχές μεσαίας κεφαλαιοποίησης, μέσα από την οπτική γωνία ότι η δημοσιονομική τόνωση της χώρας θα βοηθήσει τον μεταποιητικό τομέα.
Η Kellie Wood στη Schroders επενδύει στο γεν και το ευρώ και είναι θετική σε βραχυπρόθεσμα ομόλογα του Δημοσίου και σε κρατικό χρέος της Αυστραλίας, ενώ και ο βετεράνος της αγοράς Li Minghong απομακρύνεται από την αμερικανική αγορά δηλώνοντας ότι ένα μεγάλο μέρος της αύξησης της αποτίμησης των αμερικανικών μετοχών ήταν ρηχό.
Μαίρη Βενέτη
Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.