Καθώς η σημερινή ημέρα είναι αργία για τις ΗΠΑ, και μάλιστα αφιερωμένη στην εργασία και τους εργαζομένους, είναι απόλυτα λογικό να ασχοληθούμε με ένα από τα πρόσωπα των ημερών. Ο Σον Φέιν είναι 54 ετών, εργάζεται σε αυτοκινητοβιομηχανίες και ξεκίνησε την καριέρα του ως ηλεκτρολόγος το 1994 σε εργοστάσιο της Chrysler. Φέτος τον Μάρτιο ανέλαβε τη διεύθυνση μίας από τις σημαντικότερες εργατικές ενώσεις στις ΗΠΑ: της ένωσης των εργαζόμενων στις αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας, η οποία είναι γνωστή ως UAW (United Auto Workers).
Δεδομένου ότι η παρούσα συλλογική σύμβαση εργασίας πλησιάζει στην λήξη της, έχουν ήδη ξεκινήσει οι συνομιλίες μεταξύ της ηγεσίας της UAW και των εκπροσώπων της Ford (F NYSE), της General Motors (GM NYSE) και της Stellantis (STLA NYSE, STLAM MILANO, STLAP PARIS). Σχεδόν όλα τα μέλη της UAW εργάζονται σε εργοστάσια των τριών αυτών εταιρειών στις ΗΠΑ, καθώς οι εργαζόμενοι στα περισσότερα εργοστάσια των ξένων εταιρειών και των νέων αμερικανικών όπως η Tesla και άλλες δεν συμμετέχουν σε εργατικές ενώσεις.
Είτε γιατί το έχουν επιλέξει οι ίδιοι είτε γιατί σε ορισμένες πολιτείες (κυρίως του αμερικανικού νότου) δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Κάποτε, κυρίως στα μέσα του 20ου αιώνα, η UAW ήταν μία πανίσχυρη οργάνωση που εξασφάλιζε στα μέλη της πολύ καλούς μισθούς, συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη και άλλες παροχές. Σταδιακά όμως, και καθώς οι παραδοσιακές αυτοκινητοβιομηχανίες των ΗΠΑ αδυνάτιζαν λόγω του έντονου ανταγωνισμού από την Ιαπωνία, τη Δυτική Ευρώπη και αργότερα την Κίνα, η δύναμή της περιορίστηκε, μαζί με την ικανότητά της να φροντίζει τα μέλη της.
Αποκορύφωμα της παρακμής της μπορούμε να πούμε πως ήταν οι αναγκαστικές συμφωνίες που δέχθηκε να υπογράψει μετά το 2008 κάτω από το βάρος της χρεωκοπίας της General Motors και της Chrysler (μέλος τώρα του ομίλου Stellantis) και των προβλημάτων της Ford. Με αυτές τις συμφωνίες η UAW δέχθηκε την καθιέρωση ενός συστήματος δύο επιπέδων, το οποίο προέβλεπε πολύ χαμηλότερους μισθούς και λιγότερες παροχές κάθε είδους για τους νεοπροσλαμβανόμενους εργαζόμενους σε σχέση με τους παλαιούς.
Η φήμη της UAW, όπως και η απήχησή της στους εργαζόμενους, δέχθηκε ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα από τα μεγάλα σκάνδαλα που αποκαλύφθηκαν τη δεκαετία του 2010 και κατέληξαν σε καταδίκες ανώτατων στελεχών της το 2020. Αυτοί οι αξιωματούχοι του συνδικάτου καταχράστηκαν χρήματα που προέρχονταν από εισφορές των μελών τους και τα ξόδεψαν κάνοντας πολυτελή ζωή. Επίσης, αρκετοί από αυτούς καταδικάστηκαν και για την αποδοχή «δώρων» από τη Stellantis (τότε Fiat Chrysler), κάτι που προφανώς έχει κάνει πάρα πολλούς εργαζόμενους και μέλη της UAW να πιστεύουν πως οι κακές συμφωνίες με τις αυτοκινητοβιομηχανίες δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των δύσκολων συγκυριών.
Παρά το γεγονός πως η UAW παραμένει, μετά τα σκάνδαλα, κάτω από την εποπτεία των ομοσπονδιακών αρχών, ο νέος ηγέτης της πιστεύει πως έχει έρθει η ώρα για την ανάστασή της, με την ευκαιρία των διαπραγματεύσεων για τις νέες συλλογικές συμβάσεις. Από τη στιγμή που ανέλαβε τη θέση του, έχει καταστήσει σαφές πως οι μεγάλες εταιρείες θα πρέπει να δώσουν πολύ μεγάλες αυξήσεις και να επαναφέρουν παροχές προς τους εργαζόμενους που είχαν απωλεσθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Όπως διαβάζουμε στον αμερικανικό Τύπο, η οργάνωση ζήτησε από τις τρεις αυτοκινητοβιομηχανίες συνολική αύξηση μισθών κατά 46% για τα επόμενα τέσσερα χρόνια (η συλλογική σύμβαση έχει τετραετή διάρκεια), περιορισμό του χρόνου εργασίας στις 32 ώρες την εβδομάδα και επαναφορά στο παλαιό καθεστώς συντάξεων. Επίσης, ζητάει από τις βιομηχανίες την ένταξη στη συλλογική σύμβαση και των εργαζομένων στα εργοστάσια κατασκευής μπαταριών που έχουν ήδη ανεγείρει και θα ανεγείρουν οι τρεις βιομηχανίες στις ΗΠΑ σε συνεργασία με εταιρείες από τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και την Κίνα. Εκτιμήσεις του αμερικανικού Τύπου ανεβάζουν το συνολικό κόστος αυτών των απαιτήσεων για τις τρεις αυτοκινητοβιομηχανίες κοντά στα 80 δισεκατομμύρια για την επόμενη τετραετία.
Η συγκυρία είναι μάλλον ευνοϊκή για την UAW και τον Σον Φέιν, καθώς τα νέα από τις σημαντικές αυξήσεις που πέτυχαν μέσα στον Αύγουστο οι 340.000 εργαζόμενοι της μεταφορικής εταιρείας UPS (UPS NYSE) με την βοήθεια του δικού τους εργατικού συνδικάτου είναι νωπά (οι πρόσθετες παροχές προς τους εργαζόμενους της εταιρείας υπολογίζονται κοντά στα 30 δισεκατομμύρια δολάρια για την επόμενη πενταετία).
Το ίδιο είναι και τα νέα για τις αυξήσεις μισθών κατά 34% συνολικά για την επόμενη τριετία που πέτυχαν οι εργαζόμενοι της αεροπορικής εταιρείας Delta (DAL NYSE) τον Μάρτιο και για τις σημαντικές αυξήσεις που πέτυχαν πριν μερικές μέρες και οι συνάδελφοί τους στην American Airlines (AAL NYSE). Επίσης, είναι βέβαιο πως ο Φέιν πιστεύει πως στις διαπραγματεύσεις θα έχει και την υποστήριξη του Λευκού Οίκου και του προέδρου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος είναι παραδοσιακός φίλος των εργαζομένων και των εργατικών ενώσεων.
Αυτό που δε γνωρίζουμε βέβαια είναι και το πιο σημαντικό: ποια είναι η διάθεση των διοικήσεων των τριών βιομηχανιών και τι είναι προετοιμασμένες να προσφέρουν. Η πρώτη προσφορά που έκανε η Ford την Παρασκευή που μας πέρασε ήταν πολύ πιο κάτω από τις απαιτήσεις της UAW και είναι εντελώς απίθανο να γίνει δεκτή αφού προβλέπει συνολικές αυξήσεις ύψους 15% για τα επόμενα τέσσερα χρόνια (η UAW ζητάει περίπου 46%).
Είναι λοιπόν φανερό πως οι δύο πλευρές είναι αρκετά μακριά και με δεδομένο πως η παρούσα συλλογική σύμβαση λήγει στις 14 Σεπτεμβρίου, οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να γίνουν πολύ πιο εντατικές γιατί αλλιώς θα αυξηθούν πολύ οι πιθανότητες κήρυξης απεργίας από την πλευρά των εργαζομένων. Ο Φέιν έχει ήδη δηλώσει πως δε θα διστάσει να προτείνει στα μέλη του να ξεκινήσουν απεργιακές κινητοποιήσεις και στις τρεις βιομηχανίες ταυτοχρόνως. Σύμφωνα με το Bloomberg, αυτό είναι κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ στην ιστορία της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα αρέσει στον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος εξέφρασε δημοσίως τον σχετικό προβληματισμό του την Παρασκευή 26 Αυγούστου.
Αν πάντως κρίνουμε από τη συμπεριφορά των μετοχών των αυτοκινητοβιομηχανιών, οι οποίες βρίσκονται εδώ και λίγες εβδομάδες υπό σχετική πίεση, θα πρέπει να ομολογήσουμε πως δείχνει ότι οι επενδυτές είναι βέβαιοι πως θα υποχρεωθούν να κάνουν γενναίες παραχωρήσεις προς τους εργαζομένους. Ίσως όχι αυτές που ζητά ο Φέιν αλλά αρκετά σημαντικές ώστε να προβληματίσουν τη χρηματιστηριακή αγορά, η οποία φοβάται πως το παραπάνω κόστος λειτουργίας που θα αναλάβουν οι τρεις βιομηχανίες μετά την υπογραφή νέας συλλογικής σύμβασης θα περιορίσει σημαντικά την κερδοφορία τους, η οποία ούτως ή άλλως αναμένεται να τεθεί υπό πίεση λόγω των τεράστιων επενδύσεων που έχουν ξεκινήσει προκειμένου να αναπτύξουν τον τομέα ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Εδώ προφανώς είναι βέβαιο πως θα διαφωνήσουν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι από τη μία βλέπουν τα πολύ μεγάλα κέρδη των εταιρειών και τις πολύ μεγάλες αμοιβές των διευθυντικών στελεχών και από την άλλη τα εισοδήματά τους να βρίσκονται υπό σημαντική πίεση λόγω του πολύ αυξημένου πληθωρισμού των τελευταίων δύο ετών και λόγω των πολύ μικρών αυξήσεων που προέβλεπαν οι προηγούμενες συλλογικές συμβάσεις.
Είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις και ποια θα είναι η συμβιβαστική λύση που λογικά θα βρεθεί. Παρά τις δηλώσεις του Φέιν πως είναι έτοιμος για «πόλεμο» με τις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, οι πιθανότητες να προχωρήσει σε κήρυξη μαζικής απεργίας δεν πρέπει να είναι μεγάλες.
Σε αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί και το γεγονός πως όλες οι μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων έχουν καταλήξει σε αμοιβαία αποδεκτές συμφωνίες χωρίς να φτάσουμε στην απεργία. Το πιο πιθανό σενάριο είναι αυτό της επίτευξης συμφωνίας λίγες ώρες πριν την προθεσμία 14ης Σεπτεμβρίου χωρίς την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων της UAW.
Αν κάνουμε λάθος και ο Φέιν τραβήξει (ή υποχρεωθεί να τραβήξει) τα πράγματα στα άκρα, τότε η ζημιά θα είναι μεγάλη (τουλάχιστον για ένα διάστημα) για τις μετοχές των βιομηχανιών, αλλά μπορεί να είναι μεγαλύτερη για την UAW αν η τελική συμφωνία δεν είναι θριαμβευτική για την οργάνωσή του. Όπως και να έχουν τα πράγματα πάντως, είναι σίγουρο πως ύστερα από πολλά χρόνια αμφισβητείται ξεκάθαρα η δυνατότητα των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων να «ελέγχουν» την ισχύ των εργατικών ενώσεων και κατ’ επέκταση των εργαζομένων.