Όπως συμβαίνει συνήθως τα τελευταία χρόνια, η ανακοίνωση της Κεντρικής Αμερικανικής Τράπεζας για την αλλαγή στη νομισματική της πολιτική δεν εξέπληξε κανέναν. Λίγο πριν τις χθεσινοβραδινές ανακοινώσεις για τη μείωση των επιτοκίων αναφοράς κατά 0,25%, το προϊόν στο χρηματιστήριο του Σικάγου, μέσω του οποίου οι επενδυτές προσπαθούν να προβλέψουν τις κινήσεις της Fed, έδινε πιθανότητα 98,70% να συμβεί ακριβώς αυτό.
Όπως έγραφε το Barron’s, μερικές ώρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης της αρμόδιας επιτροπής της Fed, τα οικονομικά στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν από την προηγούμενη φορά που μειώθηκαν τα επιτόκια, στα μέσα του Σεπτεμβρίου, συνηγορούσαν σε περαιτέρω μείωση κατά 0,25%. Κάτι αντίστοιχο αναμένεται να γίνει και στις 18 Δεκεμβρίου, όταν είναι προγραμματισμένη η επόμενη συνεδρίαση της FOMC (Federal Open Market Committee), εκτός αν τα οικονομικά στοιχεία που θα γνωστοποιηθούν μέχρι τότε αναγκάσουν τα μέλη της επιτροπής να αλλάξουν γνώμη.
Η γενική εκτίμηση των αναλυτών και οικονομολόγων των διάφορων επενδυτικών τραπεζών ήταν, μέχρι τουλάχιστον τις χθεσινές ανακοινώσεις, πως οι μειώσεις των επιτοκίων έχουν ακόμα δρόμο μπροστά τους. Όπως αναφερόταν σε σχετικό χθεσινό άρθρο του Bloomberg, οι αναλυτές της JPMorgan περιμένουν πως η FOMC θα συνεχίσει τη μείωση των επιτοκίων μέσα στο 2025, μέχρι αυτά να φτάσουν στο επίπεδο του 3,50% - 3,75% από 4,50% - 4,75%, που έφθασαν μετά τη χθεσινή μείωση.
Οι συνάδελφοί τους στη Nomura είναι αρκετά πιο συντηρητικοί και περιμένουν μόνο μία μείωση μέσα στο 2025. Σε αντίθεση όμως με ό,τι γίνεται συνήθως, οι αναλυτές δεν αναφέρονται πλέον μόνο στις εκτιμήσεις τους για την πορεία των οικονομικών μεγεθών (πληθωρισμού, ανεργίας, ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης) που θα μάθουμε τους επόμενους μήνες αλλά και σε κάτι άλλο: στις συνέπειες της οικονομικής πολιτικής που αναμένεται πως θα ακολουθήσει ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θα αναλάβει τα καθήκοντά του την 20η Ιανουαρίου του νέου έτους.
Σύμφωνα με όσα έχει εξαγγείλει, μέχρι τώρα, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος, σκοπεύει να επιβάλει άμεσα δασμούς σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα στις ΗΠΑ. Εκτός από αυτό, έχει δεσμευθεί πως θα προχωρήσει, όσο πιο γρήγορα γίνεται, σε μαζικές απελάσεις παράνομων μεταναστών (σύμφωνα με το υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας, ο αριθμός των μη καταγεγραμμένων μεταναστών ανέρχεται σε περίπου 11 εκατομμύρια). Μία άλλη πτυχή της οικονομικής του πολιτικής είναι η μείωση των φόρων, η οποία συνδυάζεται και με σημαντική αύξηση των δαπανών.
Σύμφωνα με την πλειοψηφία των οικονομολόγων, τα δύο πρώτα μέτρα θα έχουν οπωσδήποτε ως άμεσο αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του πληθωρισμού, καθώς από τη μία θα ανεβάσουν το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων και από την άλλη, θα αυξήσουν πολύ το εργατικό κόστος, καθώς θα μειωθεί κατά πολύ η «δεξαμενή» διαθέσιμων εργαζομένων. Όσο για τις περικοπές φόρων, που θα συνοδευθούν από αυξήσεις δαπανών, αυτές θεωρείται βέβαιο πως θα αυξήσουν το δημόσιο χρέος της χώρας, κάτι που σημαίνει πως θα εκδοθούν περισσότερα ομόλογα του δημοσίου.
Οι αγορές ομολόγων έχουν ήδη αρχίσει να προεξοφλούν αυτές τις εξελίξεις, καθώς οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου έχουν ανεβεί κατά πολύ από τον Σεπτέμβριο, όταν έγινε η πρώτη μείωση επιτοκίων από τη Fed, κατά 0,50%. Στη συνεδρίαση της Τετάρτης, όταν ήταν ήδη σίγουρη η νίκη του Τραμπ, οι τιμές των κρατικών ομόλογων έπεσαν πολύ και οι αποδόσεις τους ανέβηκαν αντίστοιχα.
Όπως έλεγε και ο τίτλος σχετικού άρθρου του Barron’s, «η αγορά ομολόγων έφαγε μία γροθιά στο πρόσωπο μετά τη νίκη του Τραμπ». Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου ανέβηκε στο 4,425% στο κλείσιμο της συνεδρίασης της Τετάρτης, αρκετά πάνω από το 4,295%, που είχαν κλείσει την Τρίτη και πολύ περισσότερο από το 3,62%, που ήταν τον Σεπτέμβριο. Εδώ, υπάρχει κάτι σχετικά παράδοξο, καθώς, τη στιγμή που η κεντρική τράπεζα μειώνει τα επιτόκια αναφοράς και τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια υποχωρούν, τα πιο μακροπρόθεσμα ανεβαίνουν.
Εδώ λοιπόν γεννάται ένα εύλογο ερώτημα. Είναι δυνατόν η Fed και ο διοικητής της, Τζέι Πάουελ, να συνεχίσουν τη μείωση των επιτοκίων αναφοράς, βασιζόμενοι στην τρέχουσα πρόοδο, στο μέτωπο του πληθωρισμού και τη σταδιακή αποθέρμανση της αγοράς εργασίας, την ίδια στιγμή που η οικονομική πολιτική που αναμένεται να ασκηθεί, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα προκαλέσει άνοδο του πληθωρισμού; Ένας τέτοιος συνδυασμός μπορεί να οδηγήσει μελλοντικά σε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο του πληθωρισμού, ο οποίος μόλις πρόσφατα φαίνεται να έχει τεθεί υπό έλεγχο.
Από την άλλη μεριά, όμως, με δεδομένο πως οι συνέπειες της νέας οικονομικής πολιτικής, που πιθανολογείται πως θα ασκηθεί, δεν πρόκειται να εμφανιστούν πριν περάσουν αρκετοί μήνες, θα είναι λογικό για τη Fed να σταματήσει τη διαδικασία μείωσής τους, κόντρα στον χαμηλό πληθωρισμό και την κατάσταση της αγοράς εργασίας; Τα διλήμματα που θα βρει μπροστά του σύντομα ο διοικητής Πάουελ (τα οποία λογικά τον απασχολούν ήδη), πρέπει να τα δούμε και σε συνδυασμό με τη γενική εντύπωση που υπάρχει, σχετικά με τις προθέσεις του νεοεκλεγέντος προέδρου σχετικά με τη Fed και τον διοικητή της.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει κρύψει την άποψή του πως η κεντρική τράπεζα είναι υπερβολικά ανεξάρτητη, ενώ αρκετές φορές έχει αναφερθεί στον Πάουελ με καθόλου κολακευτικό τρόπο. Προφανώς, ο διοικητής δεν πρόκειται να αναφερθεί ποτέ δημοσίως στο τελευταίο θέμα, αλλά είμαστε σίγουροι πως τον απασχολεί, εδώ και πολλούς μήνες και πως θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αποφύγει μία ευθεία αντιπαράθεση με τον πρόεδρο και το επιτελείο του, για το καλό του ιδίου, των συνεργατών του και της ίδιας της τράπεζας.
Παρά το γεγονός πως ακόμα δεν ξέρουμε τίποτα επίσημο σχετικά με την πολιτική που θα ακολουθήσει ο Τραμπ, είναι αλήθεια πως η πλειοψηφία των αναλυτών, των δημοσιογράφων και των επενδυτών δίνουν, αυτή τη στιγμή, μεγαλύτερο βάρος στην αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ της κεντρικής τράπεζας και της νέας οικονομικής πολιτικής, δηλαδή μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζέι Πάουελ, απ’ ότι στις εκτιμήσεις του Πάουελ για τα οικονομικά στοιχεία.
Έτσι, σε αντίθεση με ό,τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις ημέρες που ανακοινώνονται οι αποφάσεις της FOMC, η χθεσινή συνέντευξη Τύπου του διοικητή Πάουελ είχε μεν ως κύριο θέμα τη μείωση των επιτοκίων κατά 0,25% και τις εκτιμήσεις της Fed για τη συνέχεια, αλλά το μυαλό όλων ήταν δύο μήνες μπροστά από τώρα, όταν θα πλησιάζει η ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Απαντώντας στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, ευγενικά απάντησε σε ερωτήσεις σχετικές με τη δημοσιονομική πολιτική και τις εκλογές, φρόντισε όμως να επαναλάβει την εκτίμηση πως τα πράγματα πάνε καλά στο μέτωπο του πληθωρισμού. Είπε, επίσης, πως η αγορά εργασίας εξακολουθεί να αποθερμαίνεται σταδιακά και κατέληξε λέγοντας πως η Fed θα συνεχίσει να χαλαρώνει σταδιακά τη νομισματική πολιτική, ανάλογα και με τα οικονομικά στοιχεία που θα έρχονται με την πάροδο του χρόνου. Φυσικά, ο διοικητής δεν θα μπορούσε να μας πει πολλά πράγματα σχετικά με το πως σκέφτεται αυτός (και οι συνεργάτες του) να αντιμετωπίσει την κατάσταση που εικάζεται πως θα βρει μπροστά του σε μερικούς μήνες από τώρα, ακόμα και αν ήθελε.
Το μόνο σημαντικό που είπε ήταν πως δεν πρόκειται να παραιτηθεί, αν του το ζητήσει ο νέος πρόεδρος, φανταζόμαστε όμως, πως δεν θα μπορούσε να πει κάτι διαφορετικό αυτή τη στιγμή. Από την άλλη μεριά, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει κανέναν λόγο να αποκαλύψει πολλά πράγματα σχετικά με το πρόγραμμά του, πριν αναλάβει επίσημα τα καθήκοντά του. Αυτό το «κενό πληροφοριών» που μπορεί να μας συνοδέψει το επόμενο διάστημα, είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει έναν παράγοντα αβεβαιότητας για τις αγορές ομολόγων και κάποια στιγμή και για τις αγορές μετοχών.
Δεν ξέρουμε πότε και αν θα γίνει αυτό, υποθέτουμε, όμως, πως αν οι επιδόσεις των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου ξεπεράσουν το 4,50%, οι επενδυτές μπορεί να αρχίσουν να νοιώθουν μία μικρή ανησυχία για τις μετοχές τους.