Πληθωρισμός, άνοδος επιτοκίων, γεωπολιτικές εντάσεις, πράσινη μετάβαση, πολιτικές παρεμβάσεις. Εκρηκτικό κοκτέιλ, που κρατάει όλους τους επενδυτές σε αγωνία. Οι διακυμάνσεις των τιμών των πολύτιμων και των βιομηχανικών μετάλλων είναι συνεχείς και προς κάθε κατεύθυνση. Τελικά όμως, αν κανείς κοιτάξει λίγο προσεκτικά, τα περισσότερα από αυτά δεν έχουν απομακρυνθεί σημαντικά από τα επίπεδα του περσινού καλοκαιριού. Τι περιμένουν άραγε για να κινηθούν πιο δυναμικά;
Το να βάζει κανείς τα πολύτιμα και τα βιομηχανικά μέταλλα στην ίδια επενδυτική κατηγορία δεν ακούγεται και πολύ λογικό. Μέταλλα τα μεν, μέταλλα τα δε, αλλά με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Παρ’ όλα αυτά, από το περσινό καλοκαίρι και μετά, με λίγες εξαιρέσεις, τα βασικά πολύτιμα και τα βασικά βιομηχανικά μέταλλα αλλάζουν κατεύθυνση σχεδόν κάθε μέρα, μία ανεβαίνουν, μία πέφτουν, αλλά τελικά παραμένουν σχεδόν σταθερά. Από τον περασμένο Ιούνιο και μετά, οι τιμές των περισσότερων από αυτά κυμαίνονται σε ένα σχετικά στενό εύρος, σα να περιμένουν έναν καταλύτη για να ξεφύγουν από αυτή την «ρουτίνα». Σχεδόν για όλα, αυτός ο καταλύτης θα έχει σχέση κυρίως με την πορεία των επιτοκίων και, σε μικρότερο βαθμό, με γεωπολιτικές εξελίξεις ή πολιτικές αποφάσεις.
Για τον χρυσό, που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 1.900 δολάρια/ουγγιά, αλλά δεν κατεβαίνει και κάτω από τα 1.750, τον βασικό ρόλο παίζουν οι εξελίξεις στο μέτωπο των επιτοκίων. Η σταδιακή απομάκρυνση από την πολιτική των πολύ χαμηλών, μέχρι και μηδενικών, επιτοκίων, δεν τον βοηθά αφού δεν δίνει καμία απόδοση στους κατόχους του. Θα τον ευνοήσει όμως ένα περιβάλλον με μεγαλύτερο πληθωρισμό από αυτόν που είχαμε συνηθίσει για πολλά χρόνια, με τα υψηλότερα επιτόκια που θα τον συνοδέψουν.
Αυτή την στιγμή βρισκόμαστε σε μία ενδιάμεση κατάσταση, αφού τα πράγματα δεν έχουν ξεκαθαρίσει ακόμα στο επιτοκιακό μέτωπο, και η αδυναμία του χρυσού να αποκτήσει σαφή κατεύθυνση είναι πολύ λογική. Η πολύ πρόσφατη νέα προσέγγιση των 1.900 δολαρίων οφείλεται κατά κύριο λόγο στην μεγάλη ένταση μεταξύ της Ρωσίας και των Δυτικών δυνάμεων με αφορμή τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Στην περίπτωση που αυτή κλιμακωθεί, είναι πολύ πιθανόν να δούμε τον χρυσό να ξεφεύγει από τα 1.900 και να κινηθεί αρκετά πιο πάνω, για όσο διάστημα κρατάει αυτή η ένταση. Όταν αυτή υποχωρήσει, το μυαλό των επενδυτών θα επιστρέψει στα επιτόκια.
Για το ασήμι, τα πράγματα είναι πάντα πιο περίπλοκα απ’ ότι για τον χρυσό, δεδομένου του ότι περίπου το 50% της ζήτησης είναι βιομηχανικής προέλευσης, και το υπόλοιπο επενδυτικής, ενώ για τον χρυσό σχεδόν το σύνολο της ζήτησης είναι επενδυτικό. Η διακύμανση της τιμής του ανάμεσα στα 22,5 και 25 δολάρια/ουγγιά, από το περσινό καλοκαίρι μέχρι τώρα, δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί, καθώς η αυξανόμενη βιομηχανική ζήτηση του δίνει ανοδική ώθηση ενώ η σχετική αδυναμία του χρυσού το σπρώχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το ασήμι συνήθως ακολουθεί την πορεία του χρυσού αλλά με πιο έντονες διακυμάνσεις.
Εφόσον ο χρυσός ξεκινήσει καθαρή ανοδική πορεία και πάψει να αποτελεί «βαρίδι» για το ασήμι, αυτό θα υπεραποδώσει, αφού οι προβλέψεις για την βιομηχανική ζήτηση είναι πολύ αισιόδοξες για το 2022. Βραχυπρόθεσμη πιθανή άνοδος του χρυσού, λόγω του ουκρανικού ζητήματος, θα βοηθήσει και το ασήμι.
Στα βιομηχανικά μέταλλα, η κατάσταση είναι λίγο διαφορετική. Εδώ το μείζον είναι η βιομηχανική ζήτηση, η οποία υπερβαίνει την προσφορά σχεδόν παντού, με αποτέλεσμα την σταθερή μείωση των αποθεμάτων. Πρόσφατο δημοσίευμα του Reuters αναφερόταν στην συνεχή μείωση των αποθεμάτων, για όλα τα μέταλλα, στις αποθήκες του χρηματιστηρίου μετάλλων του Λονδίνου, αλλά σε άλλες «ανεπίσημες», από τα μέσα του 2020 μέχρι το τέλος του 2021.
Σχεδόν για όλα τα μέταλλα, η αύξηση της προσφοράς δεν είναι πολύ εύκολη, ειδικά λόγω της μεγάλης ανόδου του ενεργειακού κόστους για πολλά εργοστάσια. Αν λάβουμε υπόψη μας και τις προβλέψεις για σταθερή αύξηση της ζήτησης τα επόμενα χρόνια, στα πλαίσια της «πράσινης μετάβασης», βλέπουμε πως το ανοδικό σενάριο συγκεντρώνει μεγάλες πιθανότητες, για τα περισσότερα μέταλλα. Με την προϋπόθεση όμως της αποφυγής μίας σημαντικής παγκόσμιας οικονομικής επιβράδυνσης σαν συνέπεια της αναμενόμενης ανόδου των επιτοκίων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης των βιομηχανικών μετάλλων αποτελεί ο βασιλιάς τους, ο χαλκός. Η κίνησή του ανάμεσα στα 4,20 δολάρια/λίβρα και τα 4,75 δολάρια/λίβρα εξακολουθεί από τον περσινό Μάιο και μετά. Η ισχυρή ζήτηση δεν τον αφήνει να πέσει κάτω από τα 4,20 αλλά δεν φαίνεται ακόμα έτοιμος για την υπέρβαση των 4,75 δολαρίων. Είναι δύσκολο να πούμε πότε, και γιατί, θα καταφέρει να περάσει αυτό το επίπεδο. Κάτι που απασχολεί πολύ την αγορά χαλκού είναι οι πιθανές αλλαγές στο Σύνταγμα και το νομοθετικό πλαίσιο της Χιλής και οι παρενέργειες που μπορεί να έχουν στην εξέλιξη της προσφοράς για το κόκκινο μέταλλο.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στη Χιλή εξορύσσεται περίπου το 1/3 του χαλκού ετησίως και έστω και μία μικρή ανησυχία για μείωση της παραγωγής των ορυχείων θα αναστατώσει την παγκόσμια αγορά. Από την άλλη, η αγορά θα αντιδράσει αρνητικά σε οποιαδήποτε ένδειξη για τέτοια άνοδο των επιτοκίων που θα αρχίσει να επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη. Ενδιαφέρον έχει εδώ το γεγονός πως η τιμή του χαλκού δείχνει να μην ευνοείται από τις εξελίξεις στην Ουκρανία, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στον χρυσό.
Το αλουμίνιο και το σιδηρομετάλλευμα είναι δύο εξαιρέσεις στην κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω. Το μεν αλουμίνιο βρίσκεται, από το περσινό καλοκαίρι, σχεδόν σε συνεχή άνοδο, επηρεαζόμενο σε μεγάλο βαθμό από τα χαμηλά παγκόσμια αποθέματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα εργοστάσια παραγωγής πρωτογενούς αλουμινίου, εξαιτίας της μεγάλης αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, δεδομένων των μεγάλων αναγκών των εργοστασίων για ενέργεια. Όσο το ενεργειακό κόστος παραμένει υψηλό, οι πιθανότητες για σημαντική πτώση της τιμής του μάλλον είναι μικρές.
Όσον αφορά στο σιδηρομετάλλευμα, είναι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση μεταλλεύματος που χρησιμοποιείται ευρύτατα και εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Κίνα, και τις αποφάσεις των τοπικών αρχών. Κόντρα σε όλα τα άλλα μέταλλα, από τον Ιούλιο του 2021 μέχρι τον Νοέμβριο σημείωσε τεράστια πτώση, περισσότερο από 60% και η τιμή του κατέβηκε κάτω από τα 100 δολάρια/τόνο, από τα 230 και πλέον που είχε φθάσει, κυρίως σαν αποτέλεσμα αποφάσεων της κινεζικής ηγεσίας που στην ουσία διέταξε τα εργοστάσια να παράγουν λιγότερο χάλυβα. Πριν λίγες μέρες ξαναέφθασε τα 150 δολάρια, προκαλώντας και πάλι την επέμβαση των κινεζικών αρχών που άρχισαν μία νέα προσπάθεια για να ρίξουν τις τιμές. Είναι δύσκολο όμως να έχουν την ίδια επιτυχία με πέρυσι, αφού οι εκτιμήσεις για το επίπεδο ζήτησης είναι αρκετά αισιόδοξες.
Οι προβλέψεις, για ο,τιδήποτε, δεν είναι ποτέ εύκολες. Αν πρέπει όμως να πούμε κάτι για την πορεία της τιμής των μετάλλων, είναι πως ο σημαντικότερος παράγων που θα την καθορίσει είναι η εξέλιξη των επιτοκίων τους επόμενους μήνες, και ότι οι συνέπειες θα είναι διαφορετικές για τον χρυσό και το ασήμι απ’ ότι για τα βιομηχανικά μέταλλα. Στην περίπτωση που ο πληθωρισμός φοβίσει περισσότερο τις κεντρικές τράπεζες και τις οδηγήσει σε επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων, κερδισμένος θα είναι ο χρυσός και μάλλον και ασήμι ενώ χαμένα όλα τα βιομηχανικά μέταλλα, καθώς οι αγορές θα αρχίσουν να ανησυχούν για την επίδραση του αυξημένου κόστους χρήματος στη ζήτηση.
Αν οι αυξήσεις είναι πιο μετρημένες, ο χρυσός δύσκολα θα ξεφύγει πολύ από τα 1.900 δολάρια/ουγγιά (εξαιρουμένων των συνεπειών γεωπολιτικών εξελίξεων) αλλά τα βιομηχανικά μέταλλα είναι πολύ πιθανόν να κινηθούν ανοδικά προεξοφλώντας την ομαλή συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας.