Δύο ημέρες μετά τις ρωσικές δηλώσεις περί μερικής αποχώρησης των δυνάμεών της από τα σύνορα με την Ουκρανία, και την εξαιρετικά θετική αντίδραση των διεθνών αγορών, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η ένταση αυξάνεται συνέχεια, και στην περιοχή, με τις αναφορές για αψιμαχίες να έρχονται από πολλές πηγές, και σε διπλωματικό επίπεδο, με την απέλαση του δεύτερου στην ιεραρχία διπλωμάτη της πρεσβείας των ΗΠΑ στη Μόσχα και την ανταλλαγή επιθετικών δηλώσεων ανάμεσα στις ηγεσίες της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Αυτό έχει σαν συνέπεια την απώλεια της χρηματιστηριακής ανόδου που ξεκίνησε με το άκουσμα της είδησης της μερικής αποχώρησης των ρωσικών στρατευμάτων. Η χρηματιστηριακή συνεδρίαση της Πέμπτης, και στις μετοχές και στα ομόλογα και στα εμπορεύματα και στα μέταλλα, ήταν σαφώς επηρεασμένη από τις εξελίξεις στο «ουκρανικό μέτωπο», χωρίς να αφήνει αμφιβολία για το γεγονός πως οι επενδυτές έχουν αρχίσει να φοβούνται.
Η εμφάνιση του φόβου είναι ξεκάθαρη, αν εξετάσει κανείς τις κινήσεις των διαφόρων αξιών μέσα στη συνεδρίαση. Οι περισσότερες μετοχές, όχι μόνο αυτές που είχαν αρνητικές ειδήσεις, υποχώρησαν, με πολύ λίγες να ανεβαίνουν σαν αποτέλεσμα δικών τους καλών ειδήσεων. Άλλα προϊόντα που εμπεριέχουν ρίσκο ακολούθησαν και αυτά πτωτική πορεία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κρυπτονομίσματα, με το Bitcoin και το Ethereum να πέφτουν περισσότερο από 5%. Αντίθετα, τα κρατικά αμερικανικά ομόλογα συγκέντρωσαν αγοραστικό ενδιαφέρον και το επιτόκιο των δεκαετούς λήξης έπεσε κάτω από το 2%, κόντρα στις ανησυχίες για τις επικείμενες αυξήσεις επιτοκίων, λειτουργώντας σαν επενδυτικό καταφύγιο. Τον δικό του ρόλο σαν επενδυτικό καταφύγιο όταν ο φόβος εμφανίζεται στις αγορές, θυμήθηκε και ο χρυσός, ο οποίος, ύστερα από πολύ καιρό, πλησίασε και πάλι το επίπεδο των 1.900 δολαρίων/ουγγιά, όπως και το ιαπωνικό γιέν και το ελβετικό φράγκο που ανέβηκαν έναντι του δολαρίου. Στις ενεργειακές πρώτες ύλες, σημαντική άνοδο σημείωσε το «ευρωπαϊκό» φυσικό αέριο, το οποίο ανέβηκε κατά 6% και έφθασε τα 73 Ευρώ/MWh. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως, παρά την άνοδό του, το φυσικό αέριο δεν έφθασε τα 80 Ευρώ/MWh, όπου βρισκόταν όταν έφθασαν την Τρίτη οι πληροφορίες για αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων. Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός είναι η πτωτική πορεία της τιμής του αργού πετρελαίου, το οποίο σημείωσε πτώση μεγαλύτερη από 2%, με το Brent να βρίσκεται λίγο κάτω από τα 93 δολάρια/βαρέλι, ενώ την Τρίτη είχε περάσει τα 96 δολάρια/βαρέλι.
Είναι λοιπόν μεγάλος ο φόβος; Μάλλον όχι. Ο φόβος σαφώς υπάρχει, αλλά δεν μπορούμε να πούμε πως έχει κυριεύσει τις αγορές, και θα εξηγήσουμε το γιατί. Μπορεί οι χρηματιστηριακοί δείκτες στην Νέα Υόρκη να υποχώρησαν από 1,78% έως 2,88%, αλλά ήδη βρίσκονται σε μία αρκετά δύσκολη κατάσταση εδώ και πολλές εβδομάδες, καθώς οι επενδυτές χωνεύουν σταδιακά το γεγονός πως δεν πρόκειται να γλυτώσουμε μία σειρά αυξήσεων των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, όπως μας εξήγησε η Μαίρη Βενέτη. Πέρα από αυτό, χθες Πέμπτη αρκετές μετοχές σημείωσαν πολύ σημαντική πτώση, κυρίως εξαιτίας της απογοήτευσης των επενδυτών από τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Η πτώση της Palantir (PLTR NYSE) κατά 16,25%, της Fastly (FSLY NASDAQ) κατά 33,63% και της Nvidia (NVDA NASDAQ) κατά 7,56%, είναι βέβαιο πως θα οδηγούσαν τον δείκτη Nasdaq σε καθαρά πτωτική πορεία, επηρεάζοντας βέβαια αρνητικά και τους υπόλοιπους δείκτες. Η άνοδος της Walmart (WMT NYSE) κατά 3,92% και της DoorDash (DASH NYSE) κατά 10,85%, δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη. Όπως είπαμε, το κλίμα στις χρηματιστηριακές αγορές έχει πλέον αλλάξει και οι επενδυτές είναι όλο και πιο αυστηροί απέναντι στις διάφορες εταιρείες, τις οποίες τιμωρούν με την πρώτη ευκαιρία, ειδικά όταν οι αποτιμήσεις τους είναι πολύ απαιτητικές. Κάτι αντίστοιχο ισχύει στα κρυπτονομίσματα, αν και εδώ η έννοια της αποτίμησης είναι μάλλον αμφιλεγόμενη.
Από την άλλη μεριά, η μείωση των αποδόσεων των κρατικών αμερικανικών ομολόγων είναι μία σαφής ένδειξη ανησυχίας, ιδίως τώρα που οι αποδόσεις όλων των ομολόγων ανεβαίνουν σταδιακά ενόψει των αυξήσεων των επιτοκίων. Το ίδιο ισχύει σίγουρα για τον χρυσό, ο οποίος βρίσκεται αυτή την εποχή σε ένα ενδιαφέρον σταυροδρόμι. Από τη μία μεριά, δεν ευνοείται από την εγκατάλειψη της εποχής των μηδενικών επιτοκίων, αφού δεν προσφέρει καμία απόδοση στους κατόχους του και από την άλλη ο φόβος για τον πληθωρισμό δεν είναι τόσο μεγάλος που να αρχίσει να οδηγεί ανήσυχους επενδυτές πίσω στον χρυσό. Λογικά λοιπόν, η επαναπροσέγγιση των 1.900 δολαρίων/ουγγιά οφείλεται κατά κύριο λόγο στην «ουκρανική» ανησυχία. Εκεί που τα πράγματα μπερδεύονται λίγο είναι στο πετρέλαιο και το ευρωπαϊκό φυσικό αέριο. Το πετρέλαιο θα έπρεπε θεωρητικά να έχει ανέβει, όχι να πέσει, αφού μία πιθανή διακοπή των ρωσικών εξαγωγών θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα. Μία ματιά στον διεθνή Τύπο μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η τιμή του πετρελαίου πιέστηκε λόγω των αυξημένων αποθεμάτων στις ΗΠΑ, τα οποία ανακοινώθηκαν την Τετάρτη, και λόγω των προσδοκιών για επικείμενη επιστροφή του Ιρανικού πετρελαίου στις αγορές. Και, προσθέτουμε εμείς, μπορεί η τιμή του πετρελαίου πάνω από τα 90 δολάρια/βαρέλι να ενσωματώνει ήδη αρκετές ανοδικές προσδοκίες. Στο θέμα του φυσικού αερίου, το ερώτημα είναι γιατί δεν επέστρεψε στις τιμές της Τρίτης και, παρά τη χθεσινή του άνοδο, είναι σχεδόν 10% κάτω από αυτές; Εδώ θα ριψοκινδυνέψουμε κάνοντας μία πολύ απλή υπόθεση. Πως δηλαδή οι αγορές αρχίζουν να σκέφτονται πως το μεγαλύτερο μέρος του χειμώνα είναι πίσω μας και «ποντάρουν» πως ακόμα και αν τα πράγματα χειροτερέψουν πολύ, η Ευρώπη δεν θα μείνει χωρίς αέριο αφού η κατανάλωσή του θα αρχίσει να μειώνεται σταδιακά.
Η χθεσινή μέρα μπορεί να θεωρηθεί σαν μία μικρή πρόβα του για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν επαληθευθεί η προειδοποίηση του προέδρου Μπάιντεν. Πραγματικά, ευχόμαστε να διαψευσθεί, γιατί στην αντίθετη περίπτωση, πέρα από τις ανθρώπινες απώλειες, θα δούμε τον φόβο να έρχεται πολύ πιο έντονος στις αγορές, με τις περισσότερες μετοχές να σημειώνουν σημαντικότερες απώλειες, τα ασφαλή καταφύγια των κρατικών αμερικανικών ομολόγων και του χρυσού να δέχονται ακόμα πιο πολλούς επενδυτές και τις τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών να κινούνται έντονα ανοδικά, ξεχνώντας το Ιράν, τα αυξημένα αποθέματα και τη σταδιακή αποχώρηση του ευρωπαϊκού χειμώνα.