Στις επενδύσεις, είναι γνωστό ότι ο κίνδυνος έχει παντρευτεί την απόδοση. Και όσοι ασχολούνται με αυτές, όπως ακριβώς αναζητούν τις αποδόσεις στο κεφάλαιό τους, έτσι συνυπολογίζουν (ή θα έπρεπε να συνυπολογίζουν) τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν κατά περίπτωση.
Και ανάλογα την ανοχή του σε αυτόν, έρχονται και οι -πάρα πολλές- επιλογές: Τι είδους επένδυση, μετοχές ή ομόλογα; Τι είδους ομόλογα, κρατικά, εταιρικά, μεγάλης διάρκειας, μεγάλου επιτοκίου; Τι είδους μετοχές, blue chip, growth, value, και τι κλάδου;
Οίκοθεν νοείται πως το κρισιμότερο είναι να αναγνωρισθούν δύο πράγματα: η ανοχή στη δυνητική ζημία και ο χρονικός ορίζοντας.
Ο ιδιώτης επενδυτής δύσκολα καταφέρνει, ή ακόμα χειρότερα αναθεωρεί πολύ συχνά, διαλύοντας την υφιστάμενη προϋπολογισμένη στρατηγική του, που ίσως και να ήταν ορθολογική εξαρχής.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τις γενικές αρχές της συναλλακτικής πρακτικής, με τον ίδιο τον νόμο να απαιτεί την κατηγοριοποίηση του επενδυτή και την εκμαίευση του επενδυτικού του προφίλ.
Κάτι που σίγουρα δεν επιτυγχάνεται μόνο με ένα ερωτηματολόγιο, αλλά με την τριβή του επενδυτή με τον σύμβουλο-διαχειριστή με τον οποίον συνεβλήθη και την εμπειρία του δεύτερου να καταλάβει τις ανάγκες και τις δυνατότητες του υπό συμβουλή-διαχείριση χαρτοφυλακίου
Συνάλληλη έννοια της -ατομικής- διαχείρισης είναι αυτή του Αμοιβαίου Κεφαλαίου (Α/Κ), ως καταστατική μορφή ενός ΟΣΕ. Εκεί, ο επενδυτής επιλέγει βάσει του Κανονισμού του Α/Κ το είδος του Α/Κ ως προς τον κίνδυνο που τελικά θέλει να αναλάβει και τις επενδυτικές του προσδοκίες, ενώ και η Εταιρεία Διαχείρισης (ελλείψει νομικής προσωπικότητας του Α/Κ) σε συνδυασμό με το προστατευτικό πλέγμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και την ασφάλεια του Θεματοφύλακα, προστατεύει τα επενδυτικά συμφέροντα του μεριδιούχου επενδυτή, διαρθρώνοντας το υπό διαχείριση χαρτοφυλάκιό της κατά το δοκούν για τη βελτιστοποίηση του λόγου απόδοσης-κινδύνου.
Το να αποφασίσει κάποιος να επενδύσει χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνώσεις νομίζοντας ότι οι αγορές χαρίζουν απλόχερα κέρδη είναι λάθος. Οι περισσότεροι που το προσπάθησαν στην πορεία το μετάνιωσαν και:
α) ή έμαθαν μέσα από την διαδικασία χάνοντας σημαντικό κεφάλαιο στην πορεία
β) ή τα παράτησαν κατηγορώντας την αγορά, τους πολιτικούς ή τον περιπτερά που τους είπε μία πληροφορία και
γ) αποφάσισαν να δώσουν την διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους σε κάποιον επαγγελματία.
Σίγουρα η ψυχολογία ή μία bull περίοδος να δίνει την ουτοπία ότι η αγορές είναι εύκολη υπόθεση παρόλα αυτά μεσοπρόθεσμα όλοι καταλαβαίνουν ότι χρειάζεται γνώση και κανόνες. Σκοπός του κάθε υποψήφιου επενδυτή λοιπόν δεν είναι απλά η απόφαση αλλά το να καταλάβει τι ρίσκο θέλει να αναλάβει σε σχέση με τι προσδοκά να κερδίσει.
Ένα είναι το σίγουρο: Ότι το ρίσκο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την απόδοση και αυτό είναι το Α και το Ω σε μία επένδυση. Η ερώτηση «πόσα θα βγάλω» είναι άκυρη και αγνώστου αποτελέσματος εκτός και αν πρόκειται για ομόλογα ή καταθέσεις. Άλλωστε οι προηγούμενε αποδόσεις δεν διασφαλίζουν τις μελλοντικές.