Ο «Ιντιάνα Τζόουνς» των Ελλήνων συλλεκτών έμεινε στη συλλογική μνήμη για τον τρόπο που έστησε μια μυθική συλλογή. Ταξίδευε προκειμένου να αποκτήσει τα έργα της αρεσκείας του και μεταξύ των θησαυρών που έφερε στην Ελλάδα είναι και η ιστορική πρέσσα του Γαλάνη από τον Ντεγκά. Εφτά χρόνια μετά τον θάνατό του, δείχνουμε πώς ένα γινάτι του Γκίκα τον έριξε άδικα στη φυλακή.
Την πόρτα ανοίγει ο ίδιος ο Γιάννης Περδίος και με αργά, προσεκτικά βήματα μάς οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού. Η πρώτη αίσθηση που κράτησε ανέπαφη ο χρόνος από τη διώροφη κατοικία του συλλέκτη στο Ψυχικό ήταν το κρύο. Τα μεγάλα παράθυρα έδειχναν καλά σφαλισμένα με εξωτερικά κάγκελα, αλλά το ψύχος σε αγκάλιαζε, όχι έξω, αλλά μέσα στο σπίτι. «Δεν έχω θέρμανση για να μην επηρεάσει τα έργα» μας αποκρίθηκε ο Περδίος, περισσότερο μάλλον για να δείξει την αφοσίωσή του σε αυτά παρά για να δικαιολογηθεί. Το αίσθημα του ψύχους στο μεγάλο σπίτι ερχόταν σε αντίθεση με το παρουσιαστικό του μοναδικού ενοίκου. Ντυμένος ελαφρά, μόλις με ένα πουκάμισο, μπεζ παντελόνι και ξεκάλτσωτος, ο Γιάννης Περδίος μας δέχτηκε με τη Λουΐζα Καραπιδάκη λίγο προτού φύγει από τη ζωή. Η ιστορικός τέχνης είχε κατορθώσει να κλείσει τη συνάντηση με τον δυσπρόσιτο και μυστικοπαθή συλλέκτη για την πραγματοποίηση ενός αφιερωματικού τόμου στους Έλληνες συλλέκτες. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια κι έχει φύγει ο Περδίος από τη ζωή, λυπάμαι που δεν μπήκα περισσότερο «διαβασμένος» και δεν είχα συνείδηση ότι μιλούσα με τον μεγαλύτερο εν ζωή συλλέκτη. Δεν ήταν, όμως, κι εύκολο να κάνεις κουβέντα μαζί του. Αφενός τα έργα που είχε κρεμασμένα στους τοίχους, δημιουργούσαν μια συμπυκνωμένη Πινακοθήκη του νέου Ελληνισμού η οποία κυριολεκτικά, έκοβε την ανάσα! Αλλά κι ο ίδιος ως προσωπικότητα έδειχνε τουλάχιστον εγκρατής∙ περισσότερο άκουγε, παρά σχολίαζε.
Τα έργα της συλλογής του Γιάννη Περδίου φανέρωναν την αγάπη του για την ζωγραφική του 19ου αιώνα, κυρίως μέσα από προσωπογραφίες απαράμιλλης ομορφιάς. Σε υποδέχονταν οι προσωπογραφίες του Πίτζε, οι Βρυζάκηδες, ενώ στο δεύτερο σαλόνι δέσποζε η Καλυψώ του Παρθένη ανάμεσα στον ανθό της εγχώριας ζωγραφικής. Την εμμονή του στο πορτρέτο μπορεί να εντοπίσει κανείς στην πρώτη του συλλογή από νομίσματα. Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια, κατάφερε με λιγοστά χρήματα στην Αίγυπτο, να συγκεντρώσει σπάνια νομίσματα και να πραγματοποιήσει το πρώτο του «χρυσό deal». Πούλησε τη συλλογή του στο εξωτερικό και ήρθε στην Ελλάδα με ένα καλό κομπόδεμα. Ο Περδίος ήταν ένας εύπορος αστός, όχι πλούσιος, που διετέλεσε διευθυντής σε αεροπορική εταιρεία. Το γεγονός αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να ταξιδεύει ανά τον κόσμο και να «χτυπά» τα έργα που τον ενδιέφεραν. Αυτά όμως που απέκτησε ήταν πολύ επάνω από τις πραγματικές του δυνατότητες. Διατηρώντας την επαφή του με την Αίγυπτο, λέγεται ότι ενεπλάκη σε σκοτεινές αγοραπωλησίες αρχαίων. Ο ίδιος βέβαια στο σπίτι του είχε ελάχιστα αρχαία. Αλλά δεν ανήκε στους συλλέκτες που δεν πουλούσαν τίποτα. Έκανε ανταλλαγές και είχε ένα χαρακτηριστικό που τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους συλλέκτες: διάβαζε ασταμάτητα. Τον πιο επιτυχημένο χαρακτηρισμό του τον έχει δώσει η Μαργαρίτα Πουρνάρα: κυνηγούσε τον στόχο του με πάθος όπως ο «Ιντιάνα Τζόουνς».
Όταν βρήκε την «πηγή των Βρυζάκηδων», σ' έναν βαυαρικό πύργο έξω από το Μόναχο, πήρε το αεροπλάνο γνώρισε την οικογένεια και, με τα χρόνια, κατάφερε να τα αγοράσει όλα. Παρόμοια έκανε και με τη χήρα Γαλάνη στο Παρίσι. Εκτός από πολλά έργα του κορυφαίου ευρωπαίου χαράκτη, έφερε στην Ελλάδα και την πρέσσα χαρακτικής του Ντεγκά, την οποία είχε χαρίσει στο Γαλάνη (ήταν τοποθετημένη στον επάνω όροφο του σπιτιού). Ακόμη και η κουζίνα του Περδίου ήταν μουσείο. Εκεί, έβλεπες κρεμασμένα παντού, ατελείωτα μπακίρια, που χρονολογούνταν από το 1600 ως τις αρχές του περασμένου αιώνα.
«Σατανικό» τον αποκαλεί ένας φίλος από τον στενό του κύκλο για τον μεθοδικό τρόπο που έστησε τη συλλογή του. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα. Πώς αυτός ο ευφυής συλλέκτης έκανε φυλακή σχεδόν ένα χρόνο, για υπόθεση αγοράς έργων του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα; «Ο ζωγράφος τότε ήταν στην Αγγλία, βαριά άρρωστος και σε προχωρημένη ηλικία. Ο Περδίος είδε ότι κυκλοφορούσαν έργα του στην αγορά. Ανακάλυψε, λοιπόν, ότι τους πίνακες διοχέτευε η οικονόμος του Γκίκα στην Αθήνα. Εκεί, την πάτησε ο Περδίος γιατί τον “έπαιξε” η οικονόμος. Αγόρασε πράγματα που νόμιζε ότι έφευγαν με την έγκριση του καλλιτέχνη. Άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του ζωγράφου, η οικονόμος είχε σχέση με τον Γκίκα που πήγαινε πίσω στο χρόνο, καθώς ήταν το μοντέλο που του πόζαρε. Έτσι, έλεγε πως ήταν σε συνεχή συνεννόηση με τον δημιουργό και διαπραγματευόταν τις τιμές των έργων του.
» Όμως, ο Γκίκας αναρρώνει – μάλλον ανέλπιστα - κι επιστρέφει στην Ελλάδα. Η οικονόμος του ζητά συγχώρεση και από όλους τους εμπόρους τότε “δείχνει” μόνο τον Περδίο. Ο συλλέκτης δεν έκρυψε ποτέ ότι πήρε 18 έργα προς 35 εκατ. δρχ. Ο Γκίκας νομίζοντας ότι υπήρχε ερωτική εμπλοκή με την οικονόμο – όχι πώς δεν θα το χρησιμοποιούσε κι αυτό το «χαρτί» ο συλλέκτης, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι το έκανε - βάζει στο παιχνίδι την αστυνομία και στοχοποιεί τον συλλέκτη». Με πείσμα γεροντικό, κάνει δύο δικαστήρια εναντίον του. Αν και καταδικάστηκε στο πρώτο, ο Περδίος πέρασε σχεδόν έναν χρόνο στη φυλακή και το αδίκημά του παραγράφηκε το 1997. Δύο χρόνια μετά η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε τη μοναδική έκθεση της συλλογής του, ωστόσο η φήμη του είχε σπιλωθεί ανεπανόρθωτα.
Ο συλλέκτης «έφυγε» από τη ζωή τέτοιες μέρες, τον Φλεβάρη του 2014. Τα δημοσιεύματα της εποχής στέκονται στο γεγονός ότι δεν έκανε οικογένεια προκειμένου να αφοσιωθεί στη συλλογή του. Το βέβαιο είναι ότι τα έργα του «γέμιζαν» το σπίτι κι ο ίδιος ένιωθε ζεστά με όλα τα πρόσωπα, τα επίσημα και παιγνιώδη, τα πραγματικά και μυθικά, όσα με χρόνο και χρήμα, τον συντρόφευσαν ως το τέλος.
* Οι φωτογραφίες του Γιάννη Περδίου στην οικία του στο Παλαιό Ψυχικό είναι από το news247