Κάτι το οποίο σίγουρα θα θυμόμαστε για πολλά χρόνια σχετικά με τον Τζο Μπάιντεν, είναι η βιομηχανική πολιτική του, με τον εμβληματικό νόμο IRA (Inflation Reduction Act) και τα δύο τρισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις προς διάφορους κλάδους. Ένα κομμάτι της βιομηχανικής πολιτικής είναι αυτό της ενίσχυσης του κλάδου των μικροεπεξεργαστών και ειδικότερα της δραστηριότητας του τομέα μέσα στις ΗΠΑ.
Περίπου 39 δισ. δολάρια έχουν δεσμευθεί για να ενισχύσουν την κατασκευή νέων εργοστασίων microchips μέσα στη χώρα με σκοπό τη μείωση της εξάρτησης των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών του κλάδου από τα ταϊβανέζικα εργοστάσια στα οποία κατασκευάζεται το μεγαλύτερο μέρος των μικροεπεξεργαστών που σχεδιάζουν η Nvidia (NVDA NASDAQ), η AMD (AMD NASDAQ), η Qualcomm (QCOM NASDAQ) και πολλές άλλες.
Αυτή τη στιγμή, μόνο δύο αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν σημαντική παραγωγική δραστηριότητα στη χώρα, η Intel (INTC NASDAQ), η κάποτε μεγαλύτερη επιχείρηση του τομέα παγκοσμίως και η Micron Technology (MU NASDAQ), η μόνη αμερικανική εταιρεία που κατασκευάζει μικροεπεξεργαστές μνήμης.
Το κωδικό όνομα του σχεδίου είναι Chips Act, και η εφαρμογή του ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2022, με μεγάλη επιτυχία μέχρι αυτή τη στιγμή. Πάνω από 20 επιχειρήσεις του κλάδου έχουν ήδη αποσπάσει την έγκριση των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών για τα σχέδια που υπέβαλαν. Πλέον του 90% των 36 δισ.εκατομμυρίων έχει ήδη βρει τον προορισμό του σε διάφορα εργοστάσια ανά την επικράτεια των ΗΠΑ.
Όπως έχει ήδη γίνει γνωστό, 11,5 δισ. προορίζονται για την Intel και τα εργοστάσια που κατασκευάζει στην Αριζόνα και το Οχάιο. 6,6 δισ. έχουν δεσμευθεί για την Taiwan Semiconductor Company (TSM NYSE, 2330 TAIPEI), 6,4 δισ. για την κορεατική Samsung (005930 SEOUL) και 6,1 για τη Micron Technology. Αυτοί είναι με μεγάλη διαφορά οι τέσσερις μεγαλύτεροι ωφελημένοι από το Chips Act, τουλάχιστον όσον αφορά το ύψος του ποσού.
Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις προβλέπεται να απορροφήσουν άλλα 6,1 δισ. δολάρια, ενώ 2,3 δισ. ψάχνουν ακόμα τον προορισμό τους. Η μεγάλη επιτυχία του Chips Act έγκειται στο ότι οι συνολικές επενδύσεις που σχετίζονται με τα «επιδοτούμενα» εργοστάσια είναι σχεδόν δεκαπλάσιες του ύψους του Chips Act. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως το συνολικό όφελος των επιχειρήσεων είναι αρκετά πιο μεγάλο από το ύψος των επιχορηγήσεων του Chips Act, καθώς συνοδεύεται και από μεγάλες φορολογικές ελαφρύνσεις, ευνοϊκούς όρους δανεισμού και συμπληρώνεται και από σημαντικές ενισχύσεις σε πολιτειακό επίπεδο.
Όμως, τα χρήματα δεν έχουν αρχίσει να μοιράζονται ακόμα γιατί από όλα τα σχέδια που έχουν πάρει την αρχική έγκριση, μόνο ένα έχει πάρει την τελική. Πρόκειται για μία ενίσχυση ύψους 123 εκατομμυρίων δολαρίων προς την Polar Semiconductor, μία επιχείρηση από την πολιτεία της Μινεσότα που παράγει μικροεπεξεργαστές διαφόρων ειδών και στοχεύει στον διπλασιασμό της παραγωγικής της δυναμικότητας με μία επένδυση που θα ξεπεράσει συνολικά τα 500 εκατομμύρια. Ακόμα και αυτή όμως δε θα εισπράξει αμέσως όλα τα χρήματα, καθώς το Chips Act είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε τα χρήματα να αποδεσμεύονται κατά τη διάρκεια πραγματοποίησης της επένδυσης και όχι προκαταβολικά.
Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Διότι στα μέσα Ιανουαρίου θα ξεκινήσει η δεύτερη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ και θα αλλάξει και η ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου Εμπορίου και πολλών ομοσπονδιακών υπηρεσιών. Καθώς ο Τραμπ είχε εκδηλώσει στο παρελθόν την έντονη αντίθεσή του στις προβλέψεις του IRA και του Chips Act, οι επιχειρήσεις που προαναφέραμε έχουν αρχίσει να ανησυχούν για την πιθανότητα κάποιας κίνησης του νέου προέδρου που θα ακυρώσει ή θα αλλάξει ριζικά την κατάσταση σχετικά με το Chips Act.
Όπως διαβάσαμε στο Bloomberg την προηγούμενη Παρασκευή, οι αξιωματούχοι των επιχειρήσεων, σε συνεργασία με τα αρμόδια κρατικά στελέχη, έχουν ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου για την ολοκλήρωση των απαραίτητων διαδικασιών και τη χορήγηση των τελικών εγκρίσεων. Αυτό δεν είναι βέβαια τόσο εύκολο, γιατί το Chips Act απαιτεί τη δέσμευση των επιχειρήσεων πάνω σε πολλά ζητήματα που δεν έχουν άμεση σχέση με τη δραστηριότητά τους, όπως θέματα που έχουν σχέση με τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων, τις διάφορες κοινωνικές παροχές προς αυτούς και τις οικογένειές τους, θέματα σχετικά με το περιβάλλον, ακόμα και την υποχρεωτική συμμετοχή των επιχειρήσεων σε έναν υπό ίδρυση «εθνικό οργανισμό μικροεπεξεργαστών». Στην περίπτωση της Intel, ένα σημείο στο οποίο έχουν κολλήσει οι διαπραγματεύσεις είναι το τι θα γίνει στην περίπτωση που η εταιρεία πουληθεί σε κάποιαν άλλη.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να προβλέψουμε αν θα ευοδωθούν οι προσπάθειες για ταχεία ολοκλήρωση της διαδικασίας χορήγησης των τελικών εγκρίσεων. Δεν είμαστε σίγουροι όμως πως ο Ντόναλντ Τραμπ θα αποφασίσει να καταργήσει το Chips Act, παρά το γεγονός πως παλαιότερα είχε δηλώσει κάτι τέτοιο δημοσίως. Όπως μας θύμισε το Bloomberg, ο Τραμπ ήταν αυτός που προσκάλεσε, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, την TSM να ανεγείρει εργοστάσιο στην Αριζόνα, υποσχόμενος ταυτόχρονα την ενίσχυσή της.
Γνωρίζοντας επίσης το κεντρικό πολιτικό σύνθημα «Make America Great Again», δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πως το Chips Act μάλλον ταιριάζει με αυτό. Και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως όλες αυτές οι επενδύσεις φέρνουν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας σε κρίσιμες από πολιτικής άποψης περιοχές. Μία ένδειξη για το τι πρόκειται να γίνει σε αυτόν τον τομέα πήραμε πριν περίπου δέκα μέρες. Όπως αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, ο Μάικ Τζόνσον, ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής, είχε δηλώσει πως σε περίπτωση νίκης του στις εκλογές, ο Τραμπ πιθανότατα θα προχωρούσε στην ακύρωση του Chips Act.
Σχεδόν αμέσως μετά όμως, προέβη σε διορθωτική δήλωση σύμφωνα με την οποία αυτό που πρέπει να περιμένουμε είναι ένα είδος επανασχεδιασμού του νόμου. Ο Τζόνσον ζήτησε μάλιστα συγγνώμη για το «λάθος» του. Εντύπωση (όχι πολύ μεγάλη για να πούμε την αλήθεια) έκανε το γεγονός πως τη διορθωτική δήλωση του προέδρου της Βουλής τη δημοσιοποίησε ένας ρεπουμπλικανός βουλευτής από την πολιτεία της Νέας Υόρκης, ο Μπράντον Γουίλιαμς, στην περιοχή του οποίου θα ανεγερθεί το μεγάλο εργοστάσιο της Micron Technology με συνολική επένδυση ύψους 50 δισ.εκατομμυρίων δολαρίων.
Με βάση τη λογική (τουλάχιστον τη δική μας), το πιθανότερο είναι να δούμε τον Ντόναλντ Τραμπ και τους συνεργάτες του, να προχωρήσουν σε μία αλλαγή του τρόπου ενίσχυσης των επιχειρήσεων με βάση το Chips Act χωρίς να αλλάξουν την ουσία του. Δε θα μας προκαλέσει έκπληξη η επί το ελαστικότερον αλλαγή των όρων για τη χορήγηση των ενισχύσεων, με πιθανότερα θύματα τις τα εργασιακά δικαιώματα, τις παροχές προς τους εργαζομένους και την προστασία του περιβάλλοντος.
Πολύ πιθανός είναι, κατά την άποψή μας, ο εμπλουτισμός των ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις με ακόμα περισσότερες φορολογικές απαλλαγές, κάτι που ούτως ή άλλως αποτελεί σημαία του Ντόναλντ Τραμπ. Δεν αποκλείεται να κάνουμε λάθος, αλλά δε θα μας φανεί καθόλου παράξενη η υιοθέτηση της βασικής φιλοσοφίας του Chips Act, το οποίο θα «αναβαπτιστεί» και θα φέρει πλέον τη σφραγίδα του νέου προέδρου. Λογικά δε θα αργήσουμε πολύ να μάθουμε αν θα πέσουμε μέσα στις εκτιμήσεις μας.