Η FED το πήρε απόφαση και αναπροσάρμοσε (adjust) την πολιτική της σύμφωνα με τα προχθεσινά λεγόμενα του Jerome Powel. Η αποτύπωση στις καμπύλες των ομολόγων αλλά και τις αγορές επιτοκίων δείχνει πλέον ότι ως το τέλος του 2024 θα πρέπει να αναμένουμε τουλάχιστον 50 μονάδες βάσης μείωση, ενώ κοιτώντας λίγο πιο μακρυά μέσα στο 2025 θα πρέπει να αναμένουμε μείωση 100 μονάδων βάσης και άλλες 50 μονάδες βάσης το 2026.
Το όλον αθροίζει σε 200 μονάδες βάσης ή ένα εύρος επιτοκίου για το αμερικανικό νόμισμα στην περιοχή του 2,75 -3,00%. Η μείωση των επιτοκίων από τη FED έρχεται σε συμφωνία με τις κινήσεις από την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες της Σουηδίας, της Ελβετίας, του Καναδά, του Ην. Βασιλείου, του Καναδά και της Νέας Ζηλανδίας. Είμαστε επομένως σε ένα περιβάλλον που η τάση αντιστροφής των επιτοκίων έχει υιοθετηθεί από βασικές δυνάμεις της Παγκόσμιας οικονομίας.
Η προοπτική των χαμηλών επιτοκίων δεν θα αφήσει ασυγκίνητες τις αγορές, ήδη οι μετατοπίσεις των κεφαλαίων προκρίνουν επενδύσεις που θα εισπράξουν το μεγαλύτερο όφελος αυτής της κίνησης. Σε πρώτη φάση φαίνεται να ευνοούνται οι ποιοτικοί εκδότες ομολόγων με υψηλό κουπόνι αν και ήδη έχει παρατηρηθεί μείωση των αποδόσεων σε νέες εκδόσεις. Σε δεύτερο χρόνο, η προτίμηση σε μετοχές με υψηλά και σταθερά μερίσματα έχει αποκτήσει προβάδισμα καθώς το κλείδωμα υψηλών μερισματικών αποδόσεων συνδυάζεται και με το μικρότερο ασφάλιστρο κινδύνου που προκύπτει από τη μείωση των επιτοκίων χωρίς κίνδυνο. Σε τρίτο χρόνο ευνοούνται οι εταιρείες με μεγάλη μόχλευση στον ισολογισμό τους οι οποίες έχουν δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Εξειδικεύοντας την προσέγγιση προς τις μετοχές, οι κλάδοι που ευνοούνται άμεσα, έχουν και τη μεγαλύτερη ευαισθησία στις κινήσεις των επιτοκίων. Εταιρείες εντάσεως κεφαλαίου, όπως οι εταιρείες leasing και οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να διευρύνουν τον κύκλο εργασιών τους με χαμηλότερο κόστος κάνοντας πιο ελκυστικά τα προϊόντα τους. Ο κλάδος ακινήτων ευνοείται καθώς το κόστος χρήματος μειώνεται καθιστώντας τη συναλλαγή συμφέρουσα ακόμα και με χαμηλή απόδοση της προσόδου του ενοικίου. Στις εταιρείες ΑΕΕΑΠ, ο φορολογικός συντελεστής συναρτάται με το ύψος του επιτοκίου της ΕΚΤ υποστηρίζοντας και εδώ μια σχετική ωφέλεια.
Για τις τράπεζες, η μείωση των επιτοκίων, αν και συρρικνώνει το βασικό έσοδο από τόκους, δημιουργεί προϋποθέσεις για μεγαλύτερη παραγωγή δανείων αντισταθμίζοντας μέρος της υποχώρησης με την αύξηση του όγκου του δανειακού τους χαρτοφυλακίου. Οι ελληνικές τράπεζες επιπλέον φαίνεται να είναι «αγορασμένες» σε ομόλογα (14 -16 δις ευρώ ανά τράπεζα) τα οποία αφενός κλειδώνουν υψηλές αποδόσεις αφετέρου η μείωση των επιτοκίων θα δημιουργεί κεφαλαιακά κέρδη.
Βέβαια, οι ασκήσεις αυτές γίνονται επί χάρτου, είναι περίπου εργαστηριακές καθώς η ζήτηση εξαρτάται και από άλλους παράγοντες που δεν αφορούν μόνο τα επιτόκια. Γεωπολιτικές εξελίξεις, διαθέσιμο εισόδημα, καταναλωτική εμπιστοσύνη, ρυθμιστικές και κυβερνητικές πολιτικές, εφοδιαστική αλυσίδα, τεχνολογία, κλιματική αλλαγή είναι κάποιοι από τους παράγοντες που μπορούν να μεταβάλλουν την εικόνα των αγορών και να δημιουργήσουν επενδυτικές παραδοξότητες κινώντας βραχυπρόθεσμα όλες τις αξίες προς την ίδια κατεύθυνση.
Σε βάθος χρόνου όμως οι βασικές κατηγορίες επενδύσεων και οι οικονομικοί κλάδοι που θα ευνοηθούν από τη μείωση των επιτοκίων είναι σχεδόν δεδομένες.